Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ

Γέροντας Σωφρόνιος:ο Γέροντάς μου, ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ)


Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης

ΠΑΙΔΙΚΟΙ ΚΑΙ ΝΕΑΝΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ

Η ζωή του μακαρίου Γέροντος Σιλουανού εξωτερικώς παρουσιάζει ολίγον ενδικαφέρον. Μέχρι της στρατιωτικής αυτού θητείας, ζωή πτωχού ρώσου χωρικού· κατά την διάρκειαν αυτής υπηρεσία εις τους κατωτέρους βαθμούς, ύστερον δε, επί ήμισυ σχεδόν αιώνα, μονότονος μοναστηριακή ζωή απλού μοναχού.
Το αρχείον της Μονής αναγράφει περί αυτού τα εξής: «Μεγαλόσχημος Πατήρ Σιλουανός, ο κατά κόσμον Συμεών Ιβάνοβιτς Αντόνωφ, χωρικός εκ της διοικήσεως Ταμπώφ, επαρχίας Λεμπεντίσκ, χωρίον Σόβσκ. Εγεννήθη το 1866. Εις τον Άθωνα προσήλθε το 1892. Έλαβε τον μανδύαν εν έτει 1896. Το μέγα σχήμα εν έτει 1911. Διήλθε διακονίας: εις τον Μύλον, εις το μετόχιον της Καλαμαρίας (κτήμα της Μονής εκτός του Άθωνος), εις το Παλαιόν Ρωσικόν, Οικονόμος. Ετελεύτησε την 11/24ην Σεπτεμβρίου 1938».
Από του «εγεννήθη» έως του «ετελεύτησε» το παν είναι πτωχόν, και μάλλον μικρού ενδιαφέροντος. Να εγγίσωμεν δε την εσωτερικήν ζωήν του ανθρώπου ενώπιον του Θεού είναι αδιακρισία. Να διανοίξωμεν εις τας πλατείας του κόσμου την «βαθείαν» καρδίαν του Χριστιανού αποτελεί σχεδόν ιεροσυλίαν. Πεπεισμένοι εν τούτοις ότι ο Γέρων μεταστάς νυν εκ του κόσμου ως νικητής του κόσμου ήδη ουδέν φοβείται, ουδέν δύναται πλέον να διαταράξη  την αιωνίαν εν τω Θεώ ανάπαυσιν αυτού, επιτρέπομεν εις εαυτόν την απόπειραν να διηγηθή έστω και ολίγα τινά εκ της εξόχως πλουσίας και βασιλικώς υψηλής βιοτής αυτού, αποβλέποντες εις την ωφέλειαν εκείνων των ολίγων, οίτινες ωσαύτως ελκύονται προς την θείαν ταύτην ζωήν. 

Πεδίον του πνευματικού αγώνος δι’ έκαστον άνθρωπον είναι πρωτίστως η εαυτού καρδία. Όστις δε αγαπά να εισέρχηται εις αυτήν κατανοεί τον λόγον του προφήτου Δαβίδ: «Προσελεύσεται άνθρωπος και καρδία βαθεία» (Ψαλμ. ξγ’ 7). Η γνησία εν Χριστώ ζωή ρέει εκεί, εν τη βαθεία καρδία, κεκρυμμένη ουχί μόνον από των ξένων βλεμμάτων, αλλ’ εν τω πληρώματι αυτής και από αυτού του ιδίου του ανθρώπου. Όστις εισήλθεν εις τον μυστικόν τούτον νυμφώνα, ούτος αναμφιβόλως κατελήφθη υπό αφράστου εκπλήξεως προ του μυστηρίου της υπάρξεως. Όστις κεκαθαρμένη διανοία παρεδόθη εις την εντατικήν παρατήρησιν της βαθείας αυτού καρδίας, ούτος κατανοεί ότι είναι αδύνατον να παρακολουθήση πλήρως την ροήν της ιδίας ζωής, έστω και επί βραχύ τι χρονικόν διάστημα. Ούτος συνειδητοποιεί το αδύνατον να συλλάβη την πορείαν της πνευματικής ζωής της καρδίας, το βάθος της οποίας έρχεται εις επαφήν μετ’ εκείνου του Είναι, ένθα δεν υπάρχουν πλέον πορείαι. Εν τούτοις αυτός ακριβώς ο σκοπός προβάλλεται ενώπιον ημών εν τη παρούση βιογραφία: να διαζωγραφήσωμεν την εσωτερικήν πορείαν της ανόδου ενός μεγάλου ασκητού.
Ουχί· ημείς δεν θα θέσωμεν προ ημών ανεκπλήρωτον σκοπόν. Μόνον εν μέρει θα εγγίσωμεν εκείνα τα στάδια της ζωής αυτού, άτινα γνωρίζομεν ακριβέστερον. Έτι ατοπωτέραν θεωρούμεν πάσαν απόπειραν επιστημονικής ψυχαναλύσεως, διότι, εκεί όπου ενεργεί ο Θεός, αργεί η επιστήμη.
Εκ του μακρού βίου του Γέροντος διετηρήσαμεν πλέον εναργώς εν τη μνήμη γεγονότα τινά ενδεικτικά της εσωτερικής ζωής, συνάμα δε και της «ιστορίας» αυτού. Το πρώτον εξ αυτών αναφέρεται εις την πολύ μικράν ηλικίαν αυτού, ότε δεν ήτο πλέον των τεσσάρων ετών. Ο πατήρ αυτού, ως και πολλοί άλλοι ρώσοι χωρικοί, ηγάπα να φιλοξενή τους οδοιπόρους. Εορτάσιμον τινα ημέραν μετ’ ιδιαιτέρας χαράς προσεκάλεσεν εις την οικίαν αυτού πλανόδιόν τινα πωλητήν βιβλίων. Ήλπιζε να μάθη παρ’ αυτού, ανθρώπου «εγγραμμάτου», ενδιαφέρον τι νέον, διότι εθλίβετο δια το «σκότος» αυτού και είχε μεγάλην δίψαν και ζήλον προς μάθησιν και γνώσιν. Προσέφερε τέϊον και φαγητόν εις τον ξένον. Ο μικρός Συμεών μετά παιδικής περιεργείας ατένιζεν εις αυτόν και ήκουε προσεκτικώς την συνομιλίαν. Ο βιβλιοπώλης απεπειράτο να αποδείξη εις τον πατέρα ότι ο Χριστός δεν είναι Θεός και ότι εν γένει Θεός δεν υπάρχει. Τον μικρόν Συμεών ιδιαιτέρως εξέπληξαν οι λόγοι: «Πού είναι λοιπόν αυτός ο Θεός»; Εσκέφθη: «Όταν μεγαλώσω, θα περιέλθω όλην την γην προς αναζήτησιν του Θεού». Ότε ανεχώρησεν ο ξένος, ο μικρός Συμεών είπεν εις τον πατέρα: «Εσύ διδάσκεις εμέ να προσεύχωμαι, και αυτός λέγει ότι Θεός δεν υπάρχει». Απήντησεν ο πατήρ: «Ενόμισα ότι ούτος ήτο σπουδαίος άνθρωπος, αλλ’ απεδείχθη ανόητος. Μη ακούης αυτού». Η απάντησις όμως του πατρός δεν εξήλειψεν από της ψυχής του παιδίου την αμφιβολίαν.
Παρήλθον έκτοτε έτη πολλά. Ο Συμεών εγένετο μεγαλόσωμος και δυνατός νεανίας και ειργάζετο ουχί μακράν του χωρίου αυτών, εις το κτήμα του πρίγκιπος Τρουμπετσκόη, όπου ο πρεσβύτερος αδελφός αυτού είχεν αναλάβει την ανέγερσιν οικοδομής τινος. Ειργάζοντο συνεταιρικώς· ο Συμεών ως ξυλουργός. Το συνεργείον είχεν ως οικονόμον απλήν τινα χωρικήν. Αύτη μετέβη ποτέ εις προσκύνημα και συν τοις άλλοις επεσκέφθη τον τάφον σπουδαίου τινός ασκητού, του εγκλείστου Ιωάννου Σεζένωφ [//14] (1791-1839). Ότε επέστρεψε, διηγείτο τον άγιον βίον του εγκλείστου και ότι θαύματα ενεργούνται επί του τάφου αυτού. Τινές των παρισταμένων ηλικιωμένων εργατών επεβεβαίωσαν τας διηγήσεις περί των θαυμάτων, άπαντες δε συνεφώνησαν ότι ο Ιωάννης ήτο άγιος άνθρωπος.
Ακούων ταύτα ο Συμεών εσκέφθη:
«Εάν ούτος είναι άγιος, άρα ο Θεός είναι μεθ’ ημών, και δεν είναι αναγκαίον να περιοδεύσω όλον τον κόσμον προς αναζήτησίν Αυτού». Και δι’ αυτής της σκέψεως η νεανική αυτού καρδία επυρώθη εξ αγάπης προς τον Θεόν.
Καταπληκτικόν γεγονός! Από της ηλικίας των τεσσάρων έως των δεκαεννέα ετών διετηρήθη ο λογισμός, τον οποίον έσπειρεν εις την ψυχήν του παιδίου ο πλανόδιος εκείνος πωλητής βιβλίων. Ο λογισμός ούτος, ως φαίνεται, έθλιβεν αυτόν παραμένων άλυτος εν τω βάθει της ψυχής αυτού, και ιδού, ελύθη δια τοιούτου παραδόξου και, φαινομενικώς, αφελούς τρόπου.
Η χαρά του Συμεών ήτο μεγάλη, διότι επανεύρε την πίστιν, και ο νους αυτού προσεκολλήθη εις την μνήμην του Θεού και προσηύχετο πολύ μετά δακρύων. Τότε δε παρετήρησεν εσωτερικήν τινα μεταβολήν και ησθάνθη πόθον δια τον μοναχισμόν και, ως έλεγεν ο ίδιος ο Γέρων, ήρχισε να βλέπη τας νεαράς θυγατέρας του πρίγκιπος μετ’ αγάπης μεν αλλ’ ως αδελφάς, άνευ επιθυμίας, ενώ πρότερον ηνωχλείτο εκ της παρουσίας αυτών. Κατ’ εκείνον τον καιρόν εζήτησεν ευχήν παρά του πατρός αυτού, όπως αναχωρήση δια την Μεγάλην Λαύραν του Κιέβου. Όμως ο πατήρ αυτού απήντησε κατηγορηματικώς: «Υπηρέτησον πρώτον την στρατιωτικήν σου θητείαν, και ύστερον είσαι ελεύθερος να υπάγης».
Διήλθε τρεις μήνας εις τοιαύτην ασυνήθη κατάστασιν ο Συμεών. Κατόπιν η χάρις αύτη εγκατέλειψεν αυτόν, και επέστρεψεν ούτος εις τας φιλίας μετά των συνομηλίκων αυτού, ήρχισεν εκ νέου τους περιπάτους μετά των νεανίδων του χωρίου, έπινε βότκαν, έπαιζεν ακκορντεόν και εν γένει έζη καθ’ όν τρόπον και οι άλλοι νεαροί του χωρίου.
Νέος, δυνατός, ωραίος, τότε δε και εύπορος, ο Συμεών απελάμβανε την ζωήν. Εν τω χωρίω ηγάπων αυτόν δια τον ειρηνικόν και εύχαριν χαρακτήρα αυτού, αι δε νεάνιδες προσέβλεπον εις αυτόν ως προς επίζηλον σύζυγον. Ο ίδιος εθέλθη υπό τινος, και πριν ή τεθή θέμα γάμου, θερινήν τινα νύκτα συνέβη μετ’ αυτών το «σύνηθες».
Αξιοσημείωτον είναι ότι την επομένην πρωΐαν, ενώ ειργάζετο μετά του πατρός αυτού, εκείνος είπεν εις αυτόν ηπίως:
«Πού ήσο χθες, τέκνον μου; Εθλίβετο η καρδία μου».
Οι μειλίχιοι ούτοι λόγοι του πατρός ενετυπώθησαν βαθέως εις την ψυχήν του Συμεών και βραδύτερον, ότε ενεθυμείτο αυτούς, έλεγεν:
«Εγώ εις το μέτρον του πατρός μου δεν έφθασα. Εκείνος ήτο εντελώς αγράμματος· και το “Πάτερ ημών” εισέτι απήγγειλλεν εσφαλμένως· έμαθεν αυτό εξ ακοής εν τω ναώ, αλλ’ ήτο πράος και σοφός άνθρωπος».
Η οικογένεια αυτών ήτο πολυμελής: ο πατήρ, η μήτηρ, πέντε υιοί και δύο θυγατέρες. Έζων ηγαπημένοι. Οι πρεσβύτεροι υιοί ειργάζοντο μετά του πατρός. Ημέραν τινά, κατά τον θερισμόν, ήτο η σειρά του Συμεών να ετοιμάση το γεύμα. Ούτος δεν ενεθυμήθη ότι ήτο ημέρα Παρασκευή και έβρασε χοιρινόν κρέας και έφαγον πάντες. Παρήλθεν ήμισυ έτος. Τον χειμώνα, κατά τινα εορτήν, ο πατήρ λέγει εις τον Συμεών μετά προσηνούς μειδιάματος.
- Ενθυμείσαι, τέκνον μου, ότι έδωκας εις εμέ να φάγω χοιρινόν κρέας εις τον αγρόν; Ήτο Παρασκευή· πίστευσον, έτρωγον τούτο ως να ήτο πτώμα.
- Και δια τί τότε ουδέν είπες;
[//16] - Δεν ήθελον, τέκνον μου, να προκαλέσω ταραχήν εις σε.
Διηγούμενος ο Γέρων παρόμοια γεγονότα εκ της ζωής αυτών εν τω οίκω του πατρός αυτού προσέθετεν:
«Ιδού, τοιτούτον γέροντα θα ήθελον να έχω: Ποτέ δεν ηρεθίζετο και ήτο πάντοτε πράος και συνετός. Σκέφθητε, υπέμενεν ήμισυ χρόνον, και εύρε την κατάλληλον στιγμήν, ώστε και να διορθώση και να μη ταράξη εμέ».
Ο Γέρων Σιλουανός ήτο ανήρ εξαιρέτου φυσικής δυνάμεως, ως μαρτυρούν συν τοις άλλοις και τα κατωτέρω γεγονότα.
Ήτο εισέτι νέος, προ της στρατιωτικής αυτού θητείας, ότε ημέραν τινά του Πάσχα, μετά τι πλούσιον γεύμα, ανεχώρησαν οι αδελφοί αυτού, ίνα επισκεφθούν φίλους, ούτος δε παρέμεινεν εν τη οικία. Η μήτηρ αυτού ηρώτησεν, εάν ήθελεν ολίγα ωά. Δεν ηρνήθη. Αύτη έβρασε πλήρη χύτραν, πεντήκοντα περίπου ωών, και ούτος έφαγε πάντα ταύτα.
Εκείνον τον καιρόν, ότε ειργάζετο μετά των αδελφών αυτού εις το κτήμα του πρίγκιπος Τρουμπετσκόη, ενίοτε, κατά τας εορτάς μετέβαινεν εις την ταβέρναν. Συνέβαινε να πίνη εις μίαν νύκτα έως τρία λίτρα βότκας, πλην όμως δεν εμέθυεν.
Άλλοτε πάλιν, ενώ ευρίσκετο εις αυλήν πανδοχείου, ότε ενέσκηψε δριμύ ψύχος, μετά θερμοτέρας τινάς ημέρας κατά τας οποίας ετήκετο η χιών, είς των διανυκτερευσάντων εκεί ήθελε να αναχωρήση. Μετέβη ίνα ζεύξη τον ίππον, αλλά ταχέως επέστρεψε λέγων:
- Συμφορά! Πρέπει να αναχωρήσω, αλλά δεν δύναμαι. Ο πάγος εκάλυψε τας οπλάς του ίππου και εκ του πόνου δεν αφίνει να αποσπάσω τον πάγον.
Ο Συμεών λέγει εις αυτόν:
- Ας υπάγωμεν, θα σε βοηθήσω.
Εν τω σταύλω εκράτησεν ισχυρώς τον λαιμόν του ίππου [//17] και λέγει εις τον χωρικόν: «Σπάζε». Ο ίππος ίστατο ακίνητος και ο χωρικός ηδυνήθη να σπάση τον πάγον και να αναχωρήση.
Ο Συμεών δια γυμνών χειρών ηδύνατο να μεταφέρη σιδηράν χύτραν, πλήρη ζέοντος ζωμού, εκ της εστίας εις την τράπεζαν, πέριξ της οποίας εγευμάτιζε το συνεργείον. Ηδύνατο δια της πυγμής αυτού να θραύση σανίδα ικανού πάχους και να άρη μεγάλα βάρη. Είχε σπανίαν αντοχήν και εις τον καύσωνα και εις το ψύχος. Ηδύνατο να τρώγη πολύ και να εργάζηται πολύ.
Η φυσική όμως αύτη δύναμις, ήτις βραδύτερον θα εχρησίμευεν εις αυτόν δια την επιτέλεσιν πολλών εξαιρέτων ασκήσεων, εγένετο κατ’ εκείνον τον καιρόν αιτία της μεγαλυτέρας αμαρτίας αυτού, δια την οποίαν προσέφερεν ούτος άκραν μετάνοιαν.
Ημέραν τινά, ότε το χωρίον εώρταζε τον πολιούχον αυτού, ο Συμεών μετά τινος φίλου περιεπάτει επί της οδού παίζων ακκορντεόν. Δύο αδελφοί, οι υποδηματοποιοί του χωρίου, ήρχοντο προς αυτούς εκ της αντιθέτου κατευθύνσεως. Ο πρεσβύτερος εξ αυτών, άνθρωπος τεραστίου ύψους και δυνάμεως, προσέτι δε και μέγας σκανδαλοποιός, διετέλει εν ευθυμία. Ότε επλησίασαν, απεπειράτο εμπαικτικώς να αρπάξη το ακκορντεόν εκ των χειρών του Συμεών, όστις όμως κατώρθωσε να δώση τούτο εις τον σύντροφον αυτού. Εστάθη κατά πρόσωπον του υποδηματοποιού και προσεπάθησε να πείση αυτόν «να βαδίση τον δρόμον του». Ούτος όμως επιθυμών, ως φαίνεται, να δείξη την ανωτερότητα αυτού ενώπιον όλων των νεαρών του χωρίου, εις τοιαύτην μάλιστα ημέραν, καθ’ ήν όλαι αι νεάνιδες ήσαν έξω των οικιών και παρηκολούθουν μετά γέλωτος την σκηνήν, επετέθη κατά του Συμεών. Ιδού πώς διηγείτο περί τούτου ο ίδιος ο Γέρων:
«Κατ’ αρχάς εσκέφθην να υποχωρήσω, αλλ’ αμέσως, φοβούμενος τας ειρωνείας των νεανίδων, εκτύπησα αυτόν ισχυρώς εις το στήθος. Το σώμα αυτού εξηκοντίσθη [//18] μακράν απ’ εμού και έπεσεν ούτος βαρύς, ύπτιος εν τω μέσω της οδού. Εκ του στόματος αυτού εξήρχοντο αφροί και αίμα. Ετρομοκρατήθησαν άπαντες. Εφοβήθην και εγώ. Εσκέφθην: Εφόνευσα! Και έμεινα ακίνητος. Εν τω μεταξύ ο νεώτερος αδελφός του υποδηματοποιού έλαβε μεγάλην πέτραν και έρριψεν αυτήν κατ’ εμού. Προσεπάθησα να αποφύγω αυτήν, αλλ’ η πέτρα εύρεν εμέ εις την ράχιν. Τότε λέγω εις αυτόν: “Τί λοιπόν; Θέλεις να πάθης και συ το αυτό”; Και ώρμησα κατ’ αυτού, αλλ’ εκείνος διέφυγεν. Ο υποδηματοποιός έμεινεν επί πολλήν ώραν εξηπλωμένος επί της οδού. Οι άνθρωποι έσπευσαν εις βοήθειαν, και έχεον επ’ αυτού ψυχρόν ύδωρ. Παρήλθεν ημίσεια και πλέον ώρα, μέχρις ότου δυνηθή να ορθωθή. Ωδήγησαν αυτόν μετά δυσκολίας εις την οικίαν αυτού. Επί δύο σχεδόν μήνας παρέμεινε σοβαρώς άρρωστος, αλλ’ ευτυχώς επέζησεν· εγώ δε έπρεπε να προσέχω πανταχού: Τας νυκτερινάς ώρας οι αδελφοί του υποδηματοποιού και οι φίλοι αυτών ενήδρευον μετά ροπάλων και μαχαιρών εις τας γωνίας των οδών, αλλ’ ο Θεός διεφύλαξεν εμέ».
Ούτως, εν μέσω του σάλου της νεανικής ζωής, συν τω χρόνω ήδη κατεπνίγετο εν τη ψυχή του Συμεών η πρώτη θεία κλήσις προς τον μοναστικόν αγώνα. Αλλ’ ο Θεός, Όστις εξέλεξεν αυτόν, εκ νέου εκάλεσεν αυτόν δι’ ενός οράματος.
Ημέραν τινά, μετά ουχί σωφρόνως κατεσπαταλημένον χρόνον, απεκοιμήθη ούτος επ’ ολίγον, και εν καταστάσει ελαφρού ύπνου είδεν ότι όφις εισεχώρησε δια του στόματος εντός αυτού. ησθάνθη φοβεράν αηδίαν και ετινάχθη επάνω, οπότε ήκουσε τούτους τους λόγους:
«Κατέπιες κατ’ όναρ όφιν και ησθάνθης αποστροφήν. Ομοίως και εις Εμέ δεν είναι αρεστόν να βλέπω τα έργα σου» (σ. 493).
Ο Συμεών ουδένα είδεν, αλλ’ ήκουσε μόνον φωνήν τινα, ήτις κατά την γλυκύτητα και το κάλλος αυτής ήτο  όλως ασυνήθης. Η δια της φωνής ταύτης προκληθείσα ενέργεια παρά την πραότητα και την γλυκύτητα αυτής συνεκλόνισεν αυτόν. Ο Γέρων επίστευε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η φωνή αύτη ήτο φωνή Αυτής της Θεοτόκου. Μέχρι του τέλους των ημερών αυτού ηυχαρίστει την Θεομήτορα, διότι δεν εβδελύχθη αυτόν, αλλ’ ηυδόκησεν η Ιδία όπως επισκεφθή και εγείρη αυτόν εκ της πτώσεως. Έλεγε:
«Νυν βλέπω πόσον ο Κύριος και η Μήτηρ του Θεού σπλαγχνίζονται τον λαόν. Σκέφθητε, η Θεομήτωρ κατέβη εκ των ουρανών, ίνα νουθετήση εμέ, ενώ ήμην νέος και εν αμαρτίαις».
Τον λόγον, δια τον οποίον δεν κατηξιώθη ούτος να ίδη την Δέσποιναν, απέδιδεν εις την ρυπαρότητα εντός της οποίας ευρίσκετο τότε.
Η Δευτέρα αύτη κλήσις, ήτις συνέβη ολίγον προ της στρατιωτικής αυτού θητείας, είχε πλέον αποφασιστικήν σημασίαν δια την εκλογήν της μελλοντικής αυτού πορείας. Ως πρώτον αποτέλεσμα είχε την ριζικήν αλλαγήν της λαβούσης κακήν κατεύθυνσιν ζωής αυτού. Ο Συμεών ησθάνθη βαθείαν αισχύνην δια το παρελθόν και έβαλεν αρχήν διακαούς μετανοίας ενώπιον του Θεού. Η απόφασις, όπως, μετά το τέλος της στρατιωτικής αυτού θητείας, εισέλθη εις μοναστήριον, επέστρεψε μετά διπλής δυνάμεως. Εγεννήθη εντός αυτού η πικρά γεύσις της αμαρτίας, ήτις ήλλαξε την στάσιν αυτού έναντι παντός πράγματος. Η αλλαγή αύτη εξεδηλούτο ουχί μόνον εις τας προσωπικάς ενεργείας και την συμπεριφοράν αυτού, αλλά και εις τας άκρως ενδιαφερούσας συνομιλίας αυτού μετά των ανθρώπων. Ημείς, δυστυχώς, δυνάμεθα να διηγηθώμεν μόνον ολίγας εξ αυτών, ήτοι εκείνας αι οποίαι διετηρήθησαν εναργέστερον εν τη μνήμη ημών.
Κατά τινα εορτήν εις το χωρίον είχον μουσικήν και χορούς. Ο Συμεών παρετήρει μεσήλικά τινα εκ του ιδίου [//20] χωρίου να παίζη ακκορντεόν και να χορεύη. Τότε εκάλεσεν αυτόν και κατ’ ιδίαν ηρώτησε:
- Στέφανε, πώς δύνασαι να παίζης και να χορεύης; Δεν είναι αληθές ότι εφόνευσας άνθρωπον;
Εφόνευσεν αυτόν είς τινα συμπλοκήν μεμεθυσμένων.
Τότε ο Στέφανος ωδήγησε τον Συμεών κατά μέρος και λέγει εις αυτόν:
- Αληθώς, αλλά, ότε ήμην εν τη φυλακή, προσηυχήθην πολύ εις τον Θεόν να συγχωρήση εις εμέ την αμαρτίαν, και ο Θεός συνεχώρησεν αυτήν. Δια τούτο νυν παίζω ησύχως.
Ο Συμεών, όστις προσφάτως παρ’ ολίγον θα διέπραττε φόνον, κατενόησεν ότι δύναταί τις να εκζητήση παρά του Θεού άφεσιν αμαρτιών· ηννόησε την ειρήνην του συγκεχωρημένου φονέως. Το γεγονός τούτο δεικνύει εμφανώς και την ευκρινή συνείδησιν της αμαρτίας, και την ισχυράν αίσθησιν της μετανοίας, και την βαθείαν θρησκευτικήν διαίσθησιν των ρώσων χωρικών.
Άλλος τις νεαρός, ομοχώριος του Συμεών, είχε γνωριμίαν μετά τινος κόρης εκ γειτονικού χωρίου και κατέστησεν αυτήν έγκυον. Βλέπων ο Συμεών ότι ο νέος δεν έδωκε και μεγάλην σημασίαν εις το γεγονός τούτο, απεπειράτο να πείση αυτόν όπως νυμφευθή αυτήν, λέγων ότι «άλλως θα είναι αμαρτία». Ο δε επί πολύ δεν συνεφώνει.
Ότε ηκούσαμεν εκ του στόματος του Γέροντος αυτήν την ιστορίαν, ηρωτήσαμεν αυτόν δια τί και ο ίδιος δεν ενυμφεύθη εκείνην την κόρην, την οποίαν εγνώρισεν. Επί τούτου ο Γέρων είπεν:
- Ότε ηθέλησα να γίνω μοναχός, παρεκάλεσα πολύ τον Θεόν, ίνα οικονομήση ούτως το πράγμα, ώστε να δυνηθώ ησύχως να πραγματοποιήσω τον σκοπόν μου, και ο Θεός τα πάντα ετακτοποίησε κατ’ άριστον τρόπον. Ότε ήμην εις τον στρατόν, έμπορος τις σιτηρών ήλθεν εις το χωρίον ημών, ίνα αγοράση σίτον. Βλέπων την κόρην αυτήν [//21] εις τινα χορόν, ότι ήτο εύμορφος και κομψή, καλλίφωνος και πολύ εύθυμος, ηγάπησε και ενυμφεύθη αυτήν. Έζησαν ευτυχείς και απέκτησαν πολλά τέκνα.
Ο Γέρων ηυχαρίστει θερμώς τον Θεόν, Όστις εισήκουσε της προσευχής αυτού, αλλά δεν επελάθετο του ανομήματος αυτού.

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗΣ ΘΗΤΕΙΑΣ

Την στρατιωτικήν θητείαν εξετέλεσεν ο Συμεών εις την Πετρούπολιν, υπηρετών εις τάγμα σκαπανέων, ανήκον εις την Αυτοκρατορικήν Φρουράν. Απελθών εις την θητείαν μετά ζώσης πίστεως και βαθέος αισθήματος μετανοίας δεν έπαυε να έχη μνήμην Θεού.
Εις τον στρατόν ηγάπων αυτόν πολύ ως στρατιώτην πρόθυμον εις την υπηρεσίαν, ήσυχον, και ως άνθρωπον πάντοτε καλής συμπεριφοράς, οι δε σύντροφοι αυτού ως ευχάριστον και πιστόν φίλον. Άλλως τε τούτο ήτο φαινόμενον ουχί σπάνιον εν τη Ρωσία, ένθα οι στρατιώται έζων ως αδελφοί.
Την παραμονήν εορτής τινος ούτος και τρεις άλλοι φρουροί του ιδίου τάγματος ανεχώρησαν εις την πόλιν. Κατέληξαν λοιπόν εις τι εκ των μεγάλων καπηλείων της πρωτευούσης, όπου υπήρχον πολλά φώτα και αντήχει δυνατή μουσική. Παρήγγειλαν φαγητόν και βότκαν, και διελέγοντο μετ’ ευθυμίας. Ο Συμεών μάλλον εσιώπα. Είς εξ αυτών ηρώτησε:
- Συμεών, συνεχώς σιωπάς· τί σκέπτεσαι;
- Σκέπτομαι: Ημείς νυν ευρισκόμεθα εις την ταβέρναν, τρώγομεν, πίνομεν βότκαν, ακούομεν μουσικήν και διασκεδάζομεν, αλλ’ εις τον Άθωνα την ώραν αυτήν τελείται αγρυπνία και καθ’ όλην την νύκτα θα προσεύχωνται. Τις εξ ημών εν τη Φοβερά Κρίσει θα δώση την πλέον ευπρόσδεκτον απολογίαν, εκείνοι ή ημείς;
Λέγει τότε ο άλλος:
[//22] - Τί άνθρωπος αυτός ο Συμεών! Ημείς ακούομεν μουσικήν και διασκεδάζομεν, και ο νους αυτού είναι εις τον Άθωνα και εις την Κρίσιν.
Οι λόγοι του φρουρού δια τον Συμεών –«ο νους αυτού είναι εις τον Άθωνα και εις την Κρίσιν»– δυνατόν να ίσχυον ουχί μόνον δια την στιγμήν εκείνην, αλλά και δι’ όλην την περίοδον της στρατιωτικής αυτού υπηρεσίας. Ότι εσκέπτετο τον Άθωνα φαίνεται, συν τοις άλλοις, και εκ του ότι πολλάκις έστελλεν εκεί χρήματα. Ημέραν τινά μετέβη εκ του στρατοπέδου του Ουστιζόρσκ, ένθα εστρατοπέδευε το τάγμα αυτών κατά το θέρος, εις το ταχυδρομείον του χωρίου Κόλπινο, ίνα αποστείλη επιταγήν εις τον Άθωνα. Επιστρέφων, ουχί μακράν του Κόλπινο, βλέπει αίφνης να τρέχη εναντίον αυτού μέγας λυσσών κύων. Ότε ήδη επλησίασεν αυτόν και ήτο έτοιμος να ορμήση κατ’ αυτού, ούτος μετά φόβου ανεφώνησε: «Κύριε, ελέησον»! Ευθύς ως προέφερε την σύντομον ταύτην προσευχήν, δύναμίς τις απώθησε πάραυτα τον κύνα κατά μέρος, ως να προσέκρουσεν ούτος εις τι, και κατηυθύνθη προς το χωρίον, ένθα προεξένησε μεγάλην ζημίαν και εις τους ανθρώπους και εις τα κτήνη (σ. 581).
Το συμβόν τούτο βαθέως ενετυπώθη εις την καρδίαν του Συμεών, διότι ησθάνθη ζωηρώς την εγγύτητα του αντιλήπτορος Κυρίου και έτι ισχυρότερον προσεκολλήθη εις την μνήμην του Θεού.
Κατά τον χρόνον της στρατιωτικής αυτού θητείας εφάνη εκ νέου η δύναμις των συμβουλών και της αγαθής επιδράσεως αυτού. Ημέραν τινά βλέπει εις το κατάλυμα του λόχου στρατιώτην, όστις απεστρατεύθη, να κάθηται επί της στρωμνής αυτού τεθλιμμένος, έχων την κεφαλήν κεκλιμένην. Ο Συμεών επλησίασε και λέγει εις αυτόν:
- Δια τί λυπείσαι και δεν χαίρεις ως και οι λοιποί, αφού αφυπηρέτησας και απέρχεσαι νυν εις τον οίκον σου;
 - Έλαβον επιστολήν εκ των οικείων μου, λέγει ο στρατιώτης. Γράφουν ότι κατά την περίοδον της απουσίας μου έτεκεν η σύζυγός μου! … Προς στιγμήν εσιώπησεν. Ύστερον σείων την κεφαλήν μεθ’ ησύχου φωνής εν ή διεφαίνετο θλίψις, θυμός και προσβεβλημένος εγωϊσμός ανεφώνησε:
- Δεν γνωρίζω τί να ποιήσω … Ώ, φοβούμαι … τοσούτον, ώστε να μη θέλω να επιστρέψω εις τον οίκον μου.
Ο Συμεών ηπίως ερωτά:
- Και συ κατ’ αυτόν τον καιρόν ποσάκις μετέβης εις καταγώγια;
- Ναι, υπήρξαν περιπτώσεις … απήντησεν ο στρατιώτης, ως να ενεθυμείτο τι.
- Ιδού λοιπόν και συ δεν ηδυνήθης να ανθέξης, λέγει ο Συμεών. Αλλά νομίζεις ότι εις αυτήν ήτο εύκολον; … Συ είσαι εν ασφαλεία, είσαι ανήρ, αλλ’ εκείνη από πρώτης πτώσεως δύναται να πάθη τούτο … Σκέψου πού μετέβαινες! … Συ έναντι αυτής είσαι πλέον ένοχος ή εκείνη … Συγχώρησον αυτήν. Άπελθε εις τον οίκον σου, δέξαι το παιδίον ως ίδιον, και θα ίδης ότι τα πάντα θα αποβούν καλώς …
Διήλθον μήνες πολλοί. Ο Συμεών έλαβεν ευχαριστήριον επιστολήν παρά του στρατιώτου εκείνου. Έγραφεν ότι, ότε επέστρεψεν εις τον οίκον, ο πατήρ και η μήτηρ αυτού υποδέχθησαν αυτόν «σκυθρωποί», ενώ η σύζυγος αυτού δειλή και τεταραγμένη ίστατο παρά την θύραν της οικίας, φέρουσα εν αγκάλαις το βρέφος. Αλλ’ η ψυχή αυτού, από της στιγμής αφ’ ής ωμίλησεν εις αυτόν ο Συμεών, ήτο ήσυχος. Εχαιρέτησε τους γονείς και χαίρων επλησίασε την σύζυγον, κατεφίλησεν αυτήν, έλαβε το βρέφος εις τας χείρας και εφίλησεν αυτό. Εχάρησαν άπαντες, εισήλθον εις την οικίαν και κατόπιν περιήρχοντο το χωρίον, ίνα χαιρετίση τους γνωστούς και συγγενείς, και αυτός εκράτει το βρέφος εις χείρας. Πάντων αι ψυχαί [//24] ησθάνοντο χαράν. Του λοιπού έζησαν εν ειρήνη.
Εν τη επιστολή ηυχαρίστει πολύ ο στρατιώτης τον φίλον αυτού Συμεών δια την καλήν συμβουλήν. Και πρέπει να συμφωνήσωμεν ότι η συμβουλή αυτού ήτο πραγματικώς ουχί μόνον καλή, αλλά και σοφή. Ούτως, ήδη από των νεανικών χρόνων, ο Γέρων Σιλουανός είχεν εννοήσει καλώς ότι απαραίτητος προϋπόθεσις δια την ειρήνην μεταξύ των ανθρώπων είναι να έχη έκαστος επίγνωσιν του εαυτού πταίσματος.
Προς το τέλος της θητείας και ολίγον προ της αναχωρήσεως των στρατιωτών της κλάσεως αυτού δια τας οικίας αυτών ο Συμεών μετέβη μετά του γραφέως του λόχου, ίνα ίδη τον πατέρα Ιωάννην της Κρονστάνδης και ζητήση τας προσευχάς και την ευλογίαν αυτού. Μη ευρόντες όμως τον πατέρα Ιωάννην εις την Κρονστάνδην, εσκέφθησαν να αφήσουν επιστολάς. Ο γραφεύς συνέταξε δια γραμμάτων καλλιγραφικών και εις ύφος εξεζητημένον σοφήν τινα επιστολήν, ενώ ο Συμεών έγραψε μόνον ολίγας λέξεις:
«Άγιε Πάτερ, θέλω να γίνω μοναχός. Προσευχήθητε να μη κρατήση εμέ ο κόσμος».
Επέστρεψεν εις τον στρατώνα, εις την Πετρούπολιν, και ως έλεγεν ο Γέρων, την επομένην ήδη ημέραν ησθάνετο κύκλω αυτού «να βουίζουν αι φλόγες του άδου».
Αναχωρήσας εκ της Πετρουπόλεως ο Συμεών επέστρεψεν εις την οικίαν αυτού και παρέμεινε μίαν μόνον εβδομάδα. Συνεκεντρώθησαν και προσεφέρθησαν εις αυτόν λινά υφάσματα και άλλα αφιερώματα δια την Μονήν. Απεχαιρέτισεν άπαντας και ανεχώρησε δια τον Άθωνα. Από της ημέρας όμως εκείνης, καθ’ ήν προσηυχήθη δι’ αυτόν ο Πατήρ Ιωάννης «αι φλόγες του άδου εβούϊζον» κύκλω αυτού συνεχώς: εις την αμαξοστοιχίαν, εις την Οδησσόν, εις το πλοίον, προσέτι και εις τον Άθωνα, εις την Μονήν, εις τον ναόν, πανταχού.

ΑΦΙΞΙΣ ΕΙΣ ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Το φθινόπωρον του 1892 έφθασεν ο Συμεών εις το Άγιον Όρος και εισήλθεν εις την Μονήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος. Ήρχισεν η ζωή των πνευματικών αγώνων.
Κατά το αθωνικόν έθος, ο αρχάριος δόκιμος «αδελφός Συμεών» ώφειλε να διέλθη ημέρας τινάς εν πλήρει ησυχία, όπως ενθυμηθή τα αμαρτήματα ολοκλήρου της ζωής αυτού και καταγράψη ταύτα, ίνα εξομολογηθή εις τον πνευματικόν. Το μαρτύριον της κολάσεως, όπερ ησθάνετο, εγέννησεν εν αυτώ ακράτητον φλογεράν μεταμέλειαν. Εν τω μυστηρίω της μετανοίας ήθελε να ελευθερώση την ψυχήν αυτού από παντός ό,τι εβάρυνεν αυτόν, και δια τούτο μετά προθυμίας και μεγάλου φόβου εξωμολογήθη πάσας τας πράξεις της ζωής αυτού εν μηδενί δικαιών εαυτόν.
Ο πνευματικός είπεν εις αυτόν:
«Εξωμολογήθης τα αμαρτήματά σου ενώπιον του Θεού, και γνώριζε ότι άπαντα συνεχωρήθησαν εις σε … Από του νυν ας βάλωμεν αρχήν νέας ζωής … Πορεύου εν ειρήνη και χαίρε, διότι ο Κύριος σε ωδήγησεν εις αυτόν τον λιμένα της σωτηρίας».
Η απλή και πιστή ψυχή του Συμεών, ως ήκουσε παρά του γέροντος-πνευματικού ότι συνεχωρήθησαν αι αμαρτίαι αυτού, παρεδόθη εις την χαράν κατά τον λόγον: «Πορεύου εν ειρήνη και χαίρε».
Άπειρος και αφελής, δεν εγνώριζεν εισέτι ότι εις τον ασκητήν επιβάλλεται η εγκράτεια και εις την χαράν, και δια τούτο ευθύς απώλεσεν εκείνην την πνευματικήν έντασιν, εν ή ευρίσκετο η ψυχή αυτού μετά την επίσκεψιν αυτού εις την Κρονστάνδην. Κατά την επακολουθήσασαν εξασθένησιν εγένετο αντικείμενον σαρκικής επιθυμίας [//26] και εστάθη ο νους αυτού εις δελεαστικάς εικόνας, τας οποίας επρότεινεν εις αυτόν το πάθος. Έλεγεν εις αυτόν ο λογισμός: «Ύπαγε εις τον κόσμον και νυμφεύσου».
Τι υπέστη κατά μόνας ο νεαρός δόκιμος, δεν γνωρίζομεν. Ότε μετέβη, ίνα εξομολογηθή, ο πνευματικός είπεν εις αυτόν:
«Μη συγκατατίθεσαι ποτέ εις τους λογισμούς και ευθύς ως έρχονται δίωκε αυτούς» (σ. 575).
Εκ της απροσδοκήτου «πτώσεως», ήτις συνέβη εις τον αδελφόν Συμεών, η ψυχή αυτού περιήλθεν εις μέγαν τρόμον. Έχων νυν συνείδησιν της φοβεράς δυνάμεως της αμαρτίας ησθάνθη εκ νέου εαυτόν εις τας φλόγας του άδου και απεφάσισε να προσεύχηται αδιαλείπτως, μέχρις ότου ελεήση αυτόν ο Θεός. Μετά το βίωμα των μυστηρίων της κολάσεως, μετά την χαράν εκείνην την οποίαν ησθάνθη λαβών την άφεσιν των αμαρτιών εις το μυστήριον της εξομολογήσεως, το ολίσθημα εκ του λογισμού και η συνείδησις ότι πάλιν ελύπησε την Θεομήτορα, ήτο δι’ αυτόν γεγονός, όπερ εκλόνισεν οδυνηρώς την ψυχήν αυτού. Ενόμισεν ότι ήλθεν εις λιμένα σωτηρίας και αίφνης εγνώρισε το δυνατόν του ναυαγίου και ενθάδε.
Η «πτώσις» εις τον λογισμόν εσωφρόνισε τον αδελφόν Συμεών δι’ όλην αυτού την ζωήν. Περί του βαθμού αυτού του κλονισμού δυνάμεθα να κρίνωμεν εκ του ότι από της ημέρας εκείνης, ότε είπεν εις αυτόν ο πνευματικός «μη συγκατατίθεσαι ποτέ εις τους λογισμούς», κατά την διάρκειαν τεσσαράκοντα και έξ χρόνων μοναχικής ζωής, ουδέποτε απεδέχθη ουδέ ένα πορνικόν λογισμόν. Εκείνο όπερ άλλοι επί πολλά έτη δεν επιτυγχάνουν να διδαχθούν, ούτος έμαθεν από του πρώτου μαθήματος, δεικνύων την αληθινήν αυτού πνευματικήν καλλιέργειαν και σοφίαν, κατά τον λόγον των αρχαίων Ελλήνων: «Το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού».
Η μεγάλη πικρία της μεταμελείας αυτού εγένετο αφορμή νέου αγώνος. Ο λογισμός υπέβαλλεν εις αυτόν:
[//27] «Ύπαγε εις την έρημον, ενδύσου σάκκον και σώζου εκεί».
«Καλώς, απαντά ο Συμεών, θα υπάγω εις τον ηγούμενον, ίνα ζητήσω ευλογίαν δι’ αυτό».
«Μη υπάγης, ο ηγούμενος δεν θα ευλογήση», λέγει ο λογισμός.
«Συ παρ’ ολίγον να αποδιώξης εμέ έξω της Μονής, εις τον κόσμον, απαντά ο Συμεών, νυν δε εξωθείς εμέ εις την έρημον … Εάν ο ηγούμενος δεν ευλογή, άρα παροτρύνεις εμέ ουχί εις το καλόν» … Και μετά ισχυράς θελήσεως εν τω βάθει της ψυχής αυτού είπε:
«Θα αποθάνω ενταύθα δια τας αμαρτίας μου» (σ. 568).
Ωδηγήθη ο αδελφός Συμεών εις την πνευματικήν ασκήσιν δια της αιωνοβίου παραδόσεως της αθωνικής μοναστικής ζωής, της εμπεποτισμένης δια της απαύστου μνήμης του Θεού: προσευχή κατά μόνας εν τω κελλίω, μακραί ακολουθίαι εν τω ναώ, νηστείαι και αγρυπνίαι, συνεχής εξομολόγησις και κοινωνία, μελέτη, κόπος, υπακοή. Απλούς και άγευστος του πλήθους των απασχολούντων τους διανοουμένους προβλημάτων, εκείνος, ως και πλείστοι άλλοι μοναχοί, εξωκειώθη εις την νέαν ζωήν μάλλον δια της οργανικής συγχωνεύσεως αυτού εις το περιβάλλον, ή δια προφορικών μαθημάτων. Αι προφορικαί διδαχαί του ηγουμένου, των πνευματικών και γερόντων είναι κατά το πλείστον σύντομοι και έχουν συνήθως την μορφήν θετικών υποδείξεων τί και πώς πρέπει να πράττης.
Έν εκ των τοιούτων μαθημάτων δια τον αρχάριον υποτακτικόν είναι η υπόδειξις ότι η κατά μόνας εν τω κελλίω προσευχή δέον όπως τελήται κυρίως δια του κομβοσχοινίου, δια της «ευχής του Ιησού». Η συνεχής επίκλησις του θείου Ονόματος του Ιησού εγλύκαινε την ψυχήν του αδελφού Συμεών. Έχαιρεν ακούων ότι δια της προσευχής αυτής δυνάμεθα να προσευχώμεθα παντού  και πάντοτε, εις παν έργον και πάσαν περίστασιν· ότι και κατά τον καιρόν των εκκλησιαστικών ακολουθιών είναι καλόν «να φυλάττης» αυτήν, και ότι, όταν λόγω εργασίας ή ασθενείας καθίσταται αδύνατος η προσέλευσις εις τον ναόν, δι’ αυτής αντικαθίστανται αι ακολουθίαι. Προσηύχετο πολύ και φλογερώς, διότι η ψυχή αυτού ήτο εις βαρείαν οδύνην και εζήτει επιμόνως τον Δυνάμενον να σώση αυτόν.
Ούτω παρήλθεν ολίγος καιρός, τρεις περίπου εβδομάδες, και εσπέραν τινα, ενώ προσηύχετο ενώπιον της εικόνος της Θεοτόκου, η προσευχή εισέδυσεν εις την καρδίαν αυτού και ήρχισε να τελήται εκεί ημέρας και νυκτός. Τότε όμως δεν ηννόησεν εισέτι το μεγαλείον και την σπανιότητα της δωρεάς, την οποίαν εδέχθη υπό της Θεομήτορος.
Ο αδελφός Συμεών ήτο υπομονητικός, άκακος, υπήκοος. Εν τη Μονή ηγάπων και επήνουν αυτόν δια την επιμέλειαν εις την εργασίαν και τον καλόν χαρακτήρα, και αυτός ηρέσκετο εις τούτο. Τότε ενεφανίσθησαν λογισμοί κενοδοξίας: «Ζης αγίως: Μετενόησας, αι αμαρτίαι συνεχωρήθησαν εις σε, προσεύχεσαι αδιαλείπτως, εκπληροίς καλώς την υπακοήν».
Εκ της πολλής και θερμής προσευχής η ψυχή αυτού κατά καιρούς εγεύετο αναπαύσεως. Τότε οι λογισμοί έλεγον εις αυτόν: «Συ προσεύχεσαι και ίσως θα σωθής. Αλλ’ εάν εν τω παραδείσω δεν εύρης μήτε τον πατέρα, μήτε την μητέρα, μήτε αυτούς τους οποίους αγαπάς, τότε και εκεί ουδεμίαν χαράν θα έχης».
Ο νους του δοκίμου εταλαντεύετο εξ αυτών των σκέψεων, και η αγωνία εισέδυεν εις την καρδίαν αυτού. Άπειρος όμως, ως ήτο, δεν ηννόει τί ακριβώς συνέβαινεν εις αυτόν.
Εν καιρώ νυκτός τινος το κελλίον αυτού επληρώθη ασυνήθους φωτός όπερ διεπέρασεν εισέτι και το σώμα αυτού ούτως, ώστε είδε τα εντός του θώρακος. Ο λογισμός λέγει εις αυτόν: «Δέξαι, είναι η χάρις». Η ψυχή όμως του δοκίμου εταράχθη, και έμεινεν εν μεγάλη απορία. Η προσευχή και μετά τούτο εξηκολούθει να ενεργήται εντός αυτού, αλλά το πνεύμα της συντριβής απεμακρύνθη τοσούτον, ώστε εν ώρα προσευχής ήλθεν εις αυτόν γέλως. Εκτύπησεν ισχυρώς εαυτόν εις το μέτωπον δια της πυγμής. Έπαυσεν ο γέλως, αλλά το πνεύμα της μετανοίας δεν επανήλθε και η προσευχή αυτού εσυνεχίσθη άνευ κατανύξεως. Τότε αντελήφθη ότι έπαθεν ανάρμοστόν τι.
Μετά την όρασιν αυτήν του παραδόξου φωτός ενεφανίζοντο εις αυτόν δαίμονες, και αυτός, αφελής ών, συνωμίλει μετ' αυτών «ως μετά ανθρώπων». Αι επιθέσεις βαθμηδόν εδυνάμωσαν· άλλοτε μεν έλεγον εις αυτόν: «Νυν είσαι άγιος», άλλοτε δε: «Δεν θα σωθής». Ο αδελφός Συμεών ηρώτησε ποτε ένα δαίμονα: «Διατί αντιφάσκετε λέγοντες άλλοτε ότι είμαι άγιος, άλλοτε δε ότι δεν θα σωθώ»; Και ο δαίμων απήντησεν ειρωνικώς: «Ημείς ουδέποτε λέγομεν την αλήθειαν».
Η αλλαγή των δαιμονικών υποβολών, αίτινες άλλοτε μεν ανεβίβαζον αυτόν εις τους «ουρανούς» δια της υπερηφανίας, άλλοτε δε κατεκρήμνιζον αυτόν εις την άβυσσον της αιωνίου απωλείας, εβασάνιζε την ψυχήν του νεαρού δοκίμου ρίπτουσα αυτόν εις απόγνωσιν, και ούτος προσηύχετο μετ’ άκρας εντάσεως. Εκοιμάτο ολίγον και κατά διαστήματα. Φυσικώς ισχυρός, αληθινός γίγας, δεν εξηπλούτο επί κλίνης, αλλά διήρχετο όλην την νύκτα εν προσευχή, ιστάμενος ή καθήμενος επί σκαμνίου. Ότε πλέον εξηντλείτο εντελώς εκ του καμάτου, εκοιμάτο καθήμενος επί 15’-20’ λεπτά, ύστερον δε ανίστατο πάλιν δια την προσευχήν. Και ούτως εγίνετο πολλάκις. Συνολικώς εκοιμάτο έως δύο περίπου ώρας το εικοσιτετράωρον.
Το πρώτον διακόνημα αυτού ήτο εις τον Μύλον. Κατ’ εκείνον τον καιρόν της ακμής του ρωσικού μοναχισμού εν τω Άθωνι, η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος επεξετάθη και εγένετο ως πόλις εν ερήμω. Ο αριθμός των αδελφών έφθασε σχεδόν τας δύο χιλιάδας, και οι επισκέπται και προσκυνηταί ήρχοντο εκ της Ρωσίας κατά εκατοντάδας, συχνάκις δε παρέμενον πολύν καιρόν εις τους μεγάλους ξενώνας του Μοναστηρίου. Ούτως η εργασία εις τον Μύλον ήτο πολλή. Και ιδού, ο αδελφός Συμεών παρά τον ελάχιστον ύπνον, παρά την άκραν εγκράτειαν εις την τροφήν, παρά την αδιάλειπτον ζέουσαν προσευχήν, παρά το παρατεταμένον, βαθύ και κατά καιρούς απελπιστικόν πένθος, εξετέλει μετ’ ακριβείας την βαρείαν και κοπιώδη εργασίαν, μεταφέρων κατά την διάρκειαν της ημέρας πολλούς μεγάλους σάκκους αλεύρου.
Παρήρχοντο μήνες και μήνες, και το μαρτύριον εκ των δαιμονικών προσβολών καθίστατο συνεχώς καταθλιπτικώτερον. Αι ψυχικαί δυνάμεις του νεαρού υποτακτικού εκάμπτοντο, το θάρρος αυτού ηφανίζετο. Ο φόβος της απωλείας και η απόγνωσις ηύξανον. Η φρίκη της απελπισίας επί μάλλον και μάλλον εκυρίευεν όλου του είναι αυτού. Όστις έζησε παρόμοιόν τι, ούτος γνωρίζει ότι ουδεμία ανθρωπίνη ανδρεία, ουδεμία ανθρωπίνη δύναμις δύναται να αντισχύση εις τοιούτον πνευματικόν αγώνα. Εκάμφθη και ο αδελφός Συμεών. Έφθασε μέχρι της εσχάτης απογνώσεως· και ημέραν τινά, προ του εσπερινού, καθήμενος εν τω κελλίω αυτού εσκέφθη: «Θεόν εκδυσωπήσαι αδύνατον»! Δια του λογισμού τούτου ησθάνθη πλήρη εγκατάλειψιν, και η ψυχή αυτού επί μίαν περίπου ώραν εβυθίσθη εις σκότος απεριγράπτου αγωνίας.
Μεταβάς δια τον εσπερινόν εις τον ναόν του Αγίου Προφήτου Ηλιού, όστις είναι παρά τον Μύλον, εκ δεξιών της Ωραίας Πύλης, εις τον τόπον της εικόνος του Σωτήρος είδε τον ζώντα Χριστόν.
«Ο Κύριος δι’ ακαταλήπτου τρόπου» ώφθη εις τον νεαρόν δόκιμον, και όλη αυτού η ύπαρξις και αυτό τούτο το σώμα ενεπλήσθησαν του πυρός της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, εκείνου του πυρός όπερ ο Κύριος κατεβίβασεν εις την γην δια της ελεύσεως Αυτού (βλ. Λουκ. ιβ’ 49).
Εκ του οράματος τούτου ο Συμεών περιήλθεν εις εξάντλησιν και ο Κύριος εγένετο άφαντος απ’ αυτού.
Αδύνατον να περιγράψωμεν την κατάστασιν, εν τη οποία ευρίσκετο ούτος εκείνην την ώραν. Γνωρίζομεν εκ του στόματος και εκ των γραφών του μακαρίου Γέροντος ότι περιέλαμψεν αυτόν τότε το μέγα Θείον Φως· ότι εξήλθεν εκ του κόσμου τούτου και ανέβη εν πνεύματι εις τον ουρανόν, ένθα ήκουσεν άρρητα ρήματα· ότι εκείνην την στιγμήν έλαβε νέαν τινά γέννησιν άνωθεν (βλ. Ιωάν. α’ 13, γ’ 3). Το γαλήνιον βλέμμα του τα πάντα συγχωρούντος, του απείρως αγαπώντος, του πλήρους ανεκλαλήτου χαράς Χριστού είλκυσε τον όλον άνθρωπον· και ότε εγένετο άφαντος, η ψυχή αυτού εκ της γλυκύτητος της αγάπης του Θεού ηρπάγη εις την θεωρίαν της Θεότητος, πέραν των σχημάτων του κόσμου.
Είναι όντως θαυμαστόν ότι κατά την εμφάνισιν του Κυρίου ο δόκιμος Συμεών, άνθρωπος απλούς και άδολος, «ανεγνώρισεν ευθύς» και τον εμφανισθέντα εις αυτόν Χριστόν, και το Πνεύμα το Άγιον το ενεργήσαν εν αυτώ. Ατελευτήτως επαναλαμβάνει εν ταις γραφαίς αυτού ότι ανεγνώρισε τον Κύριον δια Πνεύματος Αγίου, ότι είδε τον Θεόν εν Πνεύματι Αγίω. Εβεβαίου δε ότι, όταν ο Κύριος εμφανίζηται εις την ψυχήν, εκείνη δεν δύναται να μη αναγνωρίση Αυτόν ως Ποιητήν και Θεόν αυτής.
Δυνάμεθα μετά πεποιθήσεως να είπωμεν ότι και αι φλόγες και αι βάσανοι του άδου αι προλαβούσαι την επιφάνειαν του Χριστού εις τον δόκιμον Συμεών, και το περιλάμψαν αυτόν Θείον Φως είναι δια τους πλείστους άγνωστα και ακατανόητα πράγματα. Ό,τι ο πνευματικός άνθρωπος βλέπει, ό,τι βιοί, η όλη αυτού εμπειρία, συχνάκις δυνατόν να φανή μωρία εις τον μη πνευματικόν, καρπός ψυχοπαθολογικής καταστάσεως. Εστερημένος της πείρας της πραγματικότητος του πνευματικού κόσμου, αρνείται εκείνο όπερ αγνοεί. Δυνάμει, πας άνθρωπος είναι κεκλημένος εις το πλήρωμα της πνευματικής ζωής, αλλ’ η διαρκής στροφή του θελήματος προς τον υλικόν κόσμον, προς τας σαρκικάς και ψυχικάς απολαύσεις, οδηγεί εις την άμβλυνσιν και την ατροφίαν της πνευματικής αντιλήψεως. Εν τη κοινή ζωή θα ηδυνάμεθα να παρομοιάσωμεν τούτο προς εκείνον, όστις έχων ραδιόφωνον συλλαμβάνει τα πληρούντα την ατμόσφαιραν κύματα, ενώ εκείνος, όστις δεν έχει, ουδόλως υποπτεύεται την παρουσίαν αυτών.
Παράδοξος και ακατάληπτος η πνευματική ζωή του χριστιανού ασκητού. Εις το σύμπλεγμα των εκπληκτικών αντιφάσεων αυτής διακρίνομεν δαιμονικάς προσβολάς, εγκατάλειψιν υπό του Θεού, σκότος θανάτου και βασάνους κολάσεως αφ’ ενός, θεοφάνειαν και το φως του ανάρχου Είναι αφ’ ετέρου.
Και είναι αδύνατον να εκφρασθή τούτο δια λόγων.
Έκαστος άνθρωπος είναι φαινόμενον μοναδικόν και ιδιόμορφον. Η πορεία εκάστου ασκητού είναι επίσης και ιδιόμορφος και ανεπανάληπτος. Αλλ’ εν τούτοις οι άνθρωποι, επιδιώκοντες την σαφήνειαν, εισάγουν εις την δοθείσαν περίπτωσιν την ταξινόμησιν.
Κατά τους διαρρεύσαντας αιώνας της ιστορίας του Χριστιανισμού η πείρα των Πατέρων της Εκκλησίας διέγραψε τρία είδη ή τύπους τάξεως της εν Χριστώ πνευματικής ζωής.
Εις το πρώτον είδος ανήκει η πλειονότης των ανθρώπων. Ούτοι ελκύονται εις την πίστιν δια μικράς χάριτος και διανύουν τον βίον αυτών εις μέτριον αγώνα τηρήσεως των εντολών. Μόνον δε κατά το τέλος της ζωής [//33] αυτών, λόγω των παθημάτων, γίνονται επιδεκτικοί μεγαλυτέρας χάριτος. Τινές όμως εξ αυτών αγωνίζονται εντονώτερον και προ της εαυτών τελευτής λαμβάνουν μεγάλην χάριν. Ούτω συμβαίνει εις πολλούς μοναχούς.
Το δεύτερον είδος αποτελείται εκ των ελκυομένων κατ’ αρχάς δια μετρίας αναλόγως χάριτος, οίτινες όμως ασκούνται μετά προθυμίας εις την προσευχήν και την κατά των παθών πάλην, και εν τη οδυνηρά ταύτη ασκήσει καταξιούνται εις το μέσον της οδού αυτών μεγαλυτέρας χάριτος, και ζώντες το υπόλοιπον του βίου εν εντονωτέρω έτι αγώνι φθάνουν εις υψηλά μέτρα τελειότητος.
Το τρίτον, σπανιώτερον είδος είναι όταν από της ενάρξεως του ασκητικού βίου ο άνθρωπος λαμβάνη ένεκα του ενθέρμου ζήλου αυτού είτε ορθότερον κατά πρόγνωσιν του Θεού, την μεγάλην χάριν των τελείων.
Τούτο το τελευταίον είδος είναι ουχί μόνον το πλέον σπάνιον, αλλά και το πλέον δύσκολον, διότι ουδείς (καθ’ όσον δυνάμεθα να κρίνωμεν περί τούτου εκ των βίων και των έργων των Αγίων Πατέρων, εκ της προφορικής παραδόσεως των ασκητών των τελευταίων αιώνων και εκ της πείρας των συγχρόνων) δύναται να κρατήση το πλήρωμα της δοθείσης δωρεάς της θείας αγάπης. Ύστερον επί πολύν χρόνον, θα ζήση την άρσιν της χάριτος και την εγκατάλειψιν υπό του Θεού. Αντικειμενικώς, τούτο δεν είναι πλήρης αφαίρεσις της χάριτος, αλλ’ υποκειμενικώς, η ψυχή βιοί και αυτήν την μείωσιν της ενεργείας της χάριτος ως εγκατάλειψιν υπό του Θεού.
Τούτο το τελευταίον γένος των ασκητών πάσχει επί της γης πλείον πάντων, επειδή μετά την γεύσιν της χάριτος, μετά την θεωρίαν του Θείου Φωτός, το σκότος της θεοεγκαταλείψεως και ο τάραχος των παθών βιούνται ασυγκρίτως βαθύτερον και οδυνηρότερον ένεκα της οξείας αντιθέσεως: Ούτοι γνωρίζουν ΤΙ απώλεσαν. Εκτός δε τούτου, η βίωσις της χάριτος μεταβάλλει δια της ενεργείας αυτής τον όλον άνθρωπον και καθιστά αυτόν ασυγκρίτως [//34] περισσότερον ευαίσθητον εις παν πνευματικόν φαινόμενον.
Τούτο το τελευταίον γένος πάσχει πλέον των άλλων, επειδή η αγάπη του Χριστού εν τω κόσμω τούτω υπόκειται εις άκρως βαρείαν «πύρωσιν προς πειρασμόν» (Α’ Πέτρ. δ' 12), επειδή η αγάπη του Χριστού εν τω κόσμω είναι αναποφεύκτως πάντοτε πάσχουσα (βλ. Πράξ. κστ' 23).
Ο μακάριος Γέρων Σιλουανός ανήκεν εις τούτο το τελευταίον γένος, ούτω δε εξηγούνται και οι λόγοι αυτού: «Υμείς δεν δύνασθε να εννοήσητε την θλίψιν μου», ή «όστις δεν εγνώρισε τον Κύριον, δεν δύναται να ζητή Αυτόν μετά θρήνου».
Όταν περιγράφη την απαραμύθητον λύπην και τον θρήνον του Αδάμ μετά την έξωσιν εκ του παραδείσου, κατ’ ουσίαν περιγράφει το πένθος και την θλίψιν της εαυτού ψυχής δια την απολεσθείσαν χάριν.
Η ασυνήθως βαθεία αίσθησις της μετανοίας του Συμεών θέτει το ερώτημα: Διά τί τινές μεν μετανοούν δια τας αμαρτίας αυτών τοσούτον βαθέως και ισχυρώς, άλλοι δε ολιγώτερον εντόνως, και άλλοι μάλλον επιπολαίως ή ουδόλως; Πώς δυνάμεθα να εξηγήσωμεν την διαφοράν εντάσεως της συνειδήσεως της αμαρτίας εις τους ανθρώπους;
Το πρόβλημα τούτο είναι εξαιρέτως βαθύ. Ημείς οι άνθρωποι δεν δυνάμεθα να διεισδύσωμεν τελείως εις το μυστήριον της πνευματικής ζωής του ανθρώπου. Προσιτή εις ημάς είναι η ενδοσκόπησις ή η παρατήρησις φαινομένων τινών της εσωτερικής ημών ζωής, όταν η τελευταία προσλαμβάνη μορφήν ψυχολογικών βιωμάτων. Χαρακτηριστικά τινα γνωρίσματα των βιωμάτων αυτών είναι προσιτά εις την παρατήρησιν ημών, αλλά και τότε εισέτι είναι αδύνατον να προσδιορίσωμεν ό,τιδήποτε κατηγορηματικώς, διότι εις την βάσιν των ψυχικών γεγονότων της χριστιανικής ζωής ευρίσκεται η απολύτως ελευθέρα ενέργεια του Θείου Πνεύματος, ήτις υπερβαίνει πάντα προσδιορισμόν.
«Το Πνεύμα όπου θέλει πνει, και την φωνήν Αυτού ακούεις, αλλ’ ουκ οίδας πόθεν έρχεται και πού υπάγει· ούτως εστί πας ο γεγεννημένος εκ του Πνεύματος» (Ιωάν. γ' 8).
Δεύτερος παράγων, ωσαύτως διαφεύγων πάντα καθορισμόν, είναι το αυτεξούσιον του ανθρώπου. Τα δύο ταύτα, το αυτεξούσιον του ανθρώπου και η ενέργεια της Θείας χάριτος, αποτελούν την εν Χριστώ πνευματικήν ζωήν.
Και η πίστις και η μετάνοια ημών εξαρτώνται μέχρις ακαθορίστου τινος βαθμού εκ της ελευθερίας ημών και εν ταυτώ αποτελούν δώρον της Θείας χάριτος. Ο Θεός εν τη αγάπη Αυτού ζητεί τον άνθρωπον, ίνα δώση εις αυτόν ουχί μόνον ζωήν, αλλά και «περισσόν ζωής», ως λέγει ο Χριστός (Ιωάν. ι’ 10). Αλλ’ η ζωή αύτη χαρίζεται μεν εις τον ελεύθερον άνθρωπον, ουχί όμως άνευ της συγκαταθέσεως αυτού. Έχοντες υπ’ όψιν την κατάστασιν ταύτην, δυνάμεθα να είπωμεν ότι και το μέτρον του δωρήματος του Θεού εξαρτάται εκ της συγκαταθέσεως του ανθρώπου. Αι δωρεαί του Θεού συνεπάγονται ωρισμένην άσκησιν. Όταν δε ο Θεός προβλέπη ότι ο άνθρωπος θα δεχθή το δώρημα Αυτού κατά τον δέοντα τρόπον τότε εκχέει τούτο «αφθόνως». Θα ελέγομεν ότι αιτία του μεγάλου ή μικρού δωρήματος είναι η προεγνωσμένη υπό του Θεού απάντησις του ανθρώπου εις την ενέργειαν της χάριτος. Ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι «ούς προέγνω και προώρισε συμμόρφους της εικόνος του Υιού Αυτού» (Ρωμ. η' 29). Και πάλιν, «ότε δε ευδόκησεν ο Θεός ο αφορίσας με εκ κοιλίας μητρός μου και καλέσας δια της χάριτος Αυτού αποκαλύψαι τον Υιόν Αυτού εν εμοί … ευθέως ου προσανεθέμην σαρκί και αίματι» (Γαλ. α' 15-16).
Προέγνω ο Θεός ότι ο Συμεών, ο μετέπειτα μοναχός Σιλουανός, «ου προαναθήσεται σαρκί και αίματι», αλλά θα αναλώση την ζωήν αυτού εις αγώνα άξιον της μεγάλης δωρεάς, και δια τούτο εκάλεσεν αυτόν εις την τοιαύτην ασυνήθη ζωήν, την οποίαν βλέπομεν εις αυτόν.
Ουδόλως σκεπτόμεθα να εξηγήσωμεν το μυστήριον του συνδυασμού της δημιουργικής πράξεως του Μεγάλου Δομήτορος του κόσμου Θεού μετά του κτιστού αυτεξουσίου του ανθρώπου. Αλλ’ η επικοινωνία ημών μετά του Γέροντος, όστις διέβη την ζωήν αυτού εν εξαιρέτως εντεταμένω αγώνι υπέρ της αγάπης, εν τη οποία κυρίως εκδηλούται η ελευθερία, ωδήγησε την σκέψιν ημών εις την υπο του Θεού πρόγνωσιν της ελευθέρας απαντήσεως του ανθρώπου εις την κλήσιν της αγάπης Αυτού.
Υποθέτομεν ότι η εκλογή δια την μαρτυρίαν της αγάπης είναι σπανία, διότι αύτη συνδέεται αναποφεύκτως προς την ολοκληρωτικήν αυτοθυσίαν.
Ήρχετο εις ημάς η σκέψις ότι εις το πρόσωπον του Γέροντος Σιλουανού η πρόνοια του Θεού παρέχει εις τον κόσμον νέον υπόδειγμα και νέαν μαρτυρίαν περί της αμέτρου αγάπης Αυτού, ώστε και δια του Σιλουανού να ορθωθούν οι παραλελυμένοι εκ της απογνώσεως άνθρωποι, ως λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Αλλά δια τούτο ηλεήθην, ίνα εν εμοί πρώτω ενδείξηται Ιησούς Χριστός την πάσαν μακροθυμίαν, προς υποτύπωσιν των μελλόντων πιστεύειν επ’ Αυτώ εις ζωήν αιώνιον» (Α’ Τιμ. α' 16).
Αι εντολαί του Χριστού δια τον Γέροντα Σιλουανόν δεν ήσαν ηθικός κανών. Δεν κατεβίβαζε τον Χριστιανισμόν εις το επίπεδον ενός ηθικού συστήματος, ως πράττουν οι εστερημένοι της αυθεντικής πνευματικής πείρας εκπρόσωποι του ανθρωπιστικού πολιτισμού, οίτινες καταλήγουν εις το συμπέρασμα ότι η θρησκεία δεν είναι άλλο τι ει μη «αναχαιτιστική τις αρχή» δια τους αμαθείς, άχρηστος «δι’ αυτούς». Ουχί! Ο Γέρων αντελαμβάνετο [//37] τον λόγον του Χριστού ως ο Απόστολος Πέτρος, ως «ρήματα ζωής αιωνίου», ως πνεύμα και ζωή κατά τον λόγον του Ιδίου του Κυρίου: «Τα ρήματα ά Εγώ λαλώ υμίν, πνεύμά εστι και ζωή εστιν» (Ιωάν. στ’ 63).
Ο λόγος του Χριστού δια τον Σιλουανόν ήτο το Ζωοποιούν Πνεύμα, αυτή αύτη η αιώνιος ζωή, ο Θεός εν τη ενεργεία Αυτού.
Η πίστις αυτού, αναγεγεννημένη υπό αλλεπαλλήλων επισκέψεων της χάριτος, προσέλαβε χαρακτήρα βαθέος βιώματος. Επίστευεν ότι ο Θεός θα κρίνη τον κόσμον, ότι εκείνοι οίτινες έζησαν εν αμαρτίαις και δεν μετενόησαν θα απέλθουν εις την αιώνιον βάσανον, όσοι δε ειργάσθησαν το αγαθόν, κατά την εντολήν του Χριστού, θα κληρονομήσουν την αιώνιον Βασιλείαν των Ουρανών. Κατά την ορθήν παρατήρησιν του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού «τον φόβον τίκτει η εις Θεόν πίστις» (Περί αγάπης Ι, Β), και ουχί ο φόβος την πίστιν. Η ζέουσα πίστις του Συμεών εγέννησεν εν τη ψυχή αυτού τον μέγαν φόβον της καταδίκης δια τας πολλάς και μεγάλας αμαρτίας, όσας η συνείδησις κατεμαρτύρει αυτού.
Και πάλιν όμως δεν δυνάμεθα να μη εκπληττώμεθα δια την τοσούτον βαθείαν συναίσθησιν της αμαρτίας, την οποίαν είχεν ο Συμεών. Αναμφιβόλως ήτο δώρον της χάριτος.
Τί είναι η αμαρτία εξ επόψεως χριστιανικής;
Η αμαρτία είναι πρωτίστως φαινόμενον πνευματικόν, μεταφυσικόν. Αι ρίζαι αυτής ευρίσκονται εις το μυστικόν βάθος της πνευματικής φύσεως του ανθρώπου. Η ουσία της αμαρτίας συνίσταται ουχί εις την κατάλυσιν ηθικών αρχών, αλλ’ εις την αποστασίαν εκ της αιωνίου Θείας ζωής, δια την οποίαν εκτίσθη ο άνθρωπος και εις την οποίαν φυσικώς –ήτοι εξ αυτής της φύσεως αυτού– εκλήθη.
Η αμαρτία διαπράττεται προ παντός εν τω μυστικώ βάθει του ανθρωπίνου πνεύματος, αλλά τα οψώνια αυτής πλήττουν τον όλον άνθρωπον. Όταν αύτη συντελεσθή, αντανακλάται εις την ψυχικήν και φυσικήν κατάστασιν του ανθρώπου, εις την εξωτερικήν αυτού εμφάνισιν, εις τα πεπρωμένα του αμαρτήσαντος, εξέρχεται αναποφεύκτως πέραν των ορίων της ατομικής αυτού ζωής και βαρύνει δια του κακού την ζωήν ολοκλήρου της ανθρωπότητος, και συνεπώς αντανακλάται και εις τα πεπρωμένα του σύμπαντος κόσμου.
Συνεπείας κοσμικής σημασίας δεν είχε μόνον το αμάρτημα του Προπάτορος Αδάμ. Παν αμάρτημα, φανερόν ή αφανές, εκάστου εξ ημών, επηρεάζει τα πεπρωμένα του κόσμου παντός.
Διαπράττων ο σαρκικός άνθρωπος την αμαρτίαν δεν αισθάνεται εν εαυτώ τας συνεπείας αυτής, ως αισθάνεται αυτάς ο πνευματικός άνθρωπος. Ο σαρκικός, μη έχων εισέτι πείραν της αιωνίου ζωής του Πνεύματος, δεν αντιλαμβάνεται την αλλαγήν της καταστάσεως αυτού μετά την διάπραξιν της αμαρτίας, διότι διαμένει πάντοτε εις πνευματικόν θάνατον. Αντιθέτως ο πνευματικός άνθρωπος, εις εκάστην κλίσιν του θελήματος αυτού προς την αμαρτίαν, βλέπει εν εαυτώ την αλλαγήν της καταστάσεως αυτού λόγω της υποστολής της χάριτος.
Εις τον Γέροντα Σιλουανόν εξέπληττεν ημάς η εξαίρετος ευαισθησία και η πνευματική διαίσθησις. Και πριν εμφανισθή εις αυτόν ο Κύριος, έτι δε μάλλον μετά την εμφάνισιν Αυτού, καθ’ όλην την μετέπειτα ζωήν αυτού, εβίου την αμαρτίαν εξαιρέτως βαθέως και ισχυρώς. Η καρδία αυτού ησθάνετο αφόρητον πόνον εκ της αμαρτίας, και δια τούτο η μετάνοια αυτού ήτο ακράτητος και επίμονος μετά κλαυθμού, μέχρις ότου αισθανθή η ψυχή την παρά του Θεού άφεσιν. Δυνατόν να φανή τούτο εις πολλούς παράδοξον, εις άλλους δε υπερβολικόν· αλλά το υπόδειγμα του Γέροντος δεν είναι δι’ όλους.
Μετανοών δια την αμαρτίαν δεν εζήτει μόνον συγγνώμην, ήτις ευκόλως παρέχεται υπό του Θεού και δι’ ενός ίσως στεναγμού μεταμελείας. Εζήτει πλήρη άφεσιν, ούτως ώστε η χάρις αισθητώς να επανακάμψη εις την ψυχήν. Εζήτει παρά του Θεού την δύναμιν όπως μη επαναλάβη ποτέ, ει δυνατόν, το αμάρτημα. Προσηύχετο ίνα λυτρώση αυτόν από του εν ημίν ενεργούντος «νόμου της αμαρτίας» (Ρωμ. ζ’ 23). Τα επακόλουθα της αμαρτίας –την απώλεια της χάριτος– εβίου μετά τοσαύτης οδύνης, ώστε εφοβείτο την επανάληψιν οιουδήποτε παρομοίου. Δι’ αυτόν, το φοβερώτερον πάντων ήτο η στέρησις της αγάπης του Θεού και της εν Χριστώ ειρήνης. Η συνείδησις ότι προσέβαλε τον Θεόν, τοιούτον Θεόν, πράον και ταπεινόν, ήτο δι’ αυτόν αφόρητος κόλασις. Ησθάνετο την πλέον βαθείαν οδύνην της συνειδήσεως, ότι ημάρτησε κατά της αγίας αγάπης του Χριστού. Όστις ημάρτησε κατά της αγάπης επί του ανθρωπίνου επιπέδου, εκείνος γνωρίζει οποία είναι η δεινή αύτη βάσανος. Και όμως πάντα όσα γίνονται εις τον κόσμον των ψυχικών σχέσεων, δεν είναι ει μη αμυδρά τις σκιά των πνευματικών μετά του Θεού σχέσεων.
Ούτω λοιπόν ο Θεός προέγνω προ των αιώνων τον Συμεών-Σιλουανόν και δι’ ακαταλήπτου εις ημάς τρόπου έδωκεν εις αυτόν να γνωρίση την ουσίαν της αμαρτίας μετά τοσαύτης δυνάμεως, ώστε όντως έζησε την κόλασιν του άδου και εβόα εξ «άδου κατωτάτου», μέχρις ότου συγκατέβη ο Κύριος και εμφανισθείς έδωκεν εις αυτόν να γνωρίση, πριν ή γευθή θανάτου, την ανάστασιν της ψυχής και να ίδη «τον Υιόν του ανθρώπου ερχόμενον εν τη Βασιλεία Αυτού» (Ματθ. ιστ’ 28).



ΜΟΝΑΣΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Η επιφάνεια του Χριστού εις τον αδελφόν Συμεών υπήρξεν αναμφιβόλως το σπουδαιότερον γεγονός της ζωής αυτού. Δεν ήτο δυνατόν ει μη να επιδράση κατά τον ουσιωδέστερον τρόπον εις όλην την μετέπειτα εξέλιξιν αυτής. Δεν ήτο δυνατόν ει μη να προκαλέση τας πλέον βαθείας αλλαγάς εις την ψυχήν και την συνείδησιν αυτού. Εξωτερικώς βεβαίως η ροή του βίου ολίγον ήλλαξε. Παρέμεινεν εν τω αυτώ διακονήματι εις τον Μύλον, και η κατανομή του χρόνου εσυνεχίζετο, ως και πρότερον, κατά την γενικήν τάξιν της Μονής: προσευχή εν τω κελλίω, πολύωροι ακολουθίαι εν τω ναώ, κοπιώδης ημέρα μετά των συνήθων φυσικών αναγκών – διατροφήν, ανάπαυσιν, ύπνον. Η μεν τάξις γενική δι’ όλους, αλλ’ η ζωή εκάστου διάφορος, «ιδική του». Και αν έκαστος έχη την «προσωπικήν» αυτού ζωήν, έτι μάλλον είχεν αυτήν ο Συμεών.
Την στιγμήν της εμφανείας του Θεού η όλη αυτού ύπαρξις «επληροφορήθη» ότι αφέθησαν αι αμαρτίαι αυτού. εξέλιπον αι φλόγες του άδου, αίτινες εβρυχώντο πέριξ αυτού, έπαυσαν αι βάσανοι του άδου, τας οποίας εβίου επί ήμισυ έτος. Νυν εδόθη εις αυτόν ίνα ζήση την ιδιαιτέραν χαράν και την μεγάλην ανάπαυσιν της μετά  του Θεού καταλλαγής. Εκυριάρχει της ψυχής αυτού το νέον γλυκύ αίσθημα της αγάπης προς τον Θεόν και προς  τους ανθρώπους, προς πάντα άνθρωπον. Έπαυσεν η προσευχή της μετανοίας, έφυγεν εκείνη η αβάστακτος πυρίνη εκζήτησις της αφέσεως, ήτις δεν έδιδεν ύπνον εις τους οφθαλμούς αυτού. Εσήμαινεν άρα γε τούτο ότι νυν ηδύνατο ούτος ησύχως να παραδοθή εις τον ύπνον; Ουχί βεβαίως.
Τον πρώτον καιρόν μετά την εμφάνειαν η ψυχή του Συμεών, ήτις εγνώρισε την ανάστασιν αυτής και είδε το φως της αληθούς και αιωνίου υπάρξεως, έζησεν εν πασχαλίω πανηγύρει. Το παν ήτο ωραίον: ο κόσμος μεγαλειώδης, οι άνθρωποι ευχάριστοι, η φύσις ανεκφράστως ωραία, το σώμα ήλλαξε και εγένετο ελαφρόν, δυνάμεις προσετέθησαν, ο λόγος του Θεού εχαροποίει την ψυχήν, αι παννύχιοι αγρυπνίαι εν τω ναώ και ιδίως αι προσευχαί εν τω κελλίω εγένοντο γλυκείαι. Εκ του υπερεκχειλίσματος της χαράς η ψυχή ευσπλαγχνίζετο τους ανθρώπους και εδεέτο υπέρ όλου του κόσμου.
Μετά τινα καιρόν, την πρωΐαν εορτής τινος, και κατόπιν ολονυκτίου αγρυπνίας, ότε ο αδελφός Συμεών διηκόνει εις την κοινήν τράπεζαν, επεσκέφθη αυτόν εκ δευτέρου η χάρις, ομοία κατά το είδος προς την πρώτην, αλλά μετά τινος ολιγωτέρας δυνάμεως. Βαθμηδόν η αισθητή ενέργεια αυτής ηλαττούτο. Εις τον νουν αυτού διετηρήθη η μνήμη του βιώματος, πλην όμως η ειρήνη και η χαρά εν τη αισθήσει της καρδίας αυτού εμειώθησαν και αντί τούτων εισέδυσεν ο φόβος της εγκαταλείψεως. Ευρίσκετο εν απορία περί του πρακτέου προς αποφυγήν της απωλείας αυτής.
Ο αγών της νηστείας, αγρυπνίας και προσευχής εσυνεχίζετο απαραλλάκτως εντατικός, και όμως το φως και η αγάπη ητόνουν, η δε ψυχή εθλίβετο και ενοστάλγει τον απομακρυνόμενον Κύριον.
Ήρχισε προσεκτική αναζήτησις λύσεως της διαρκώς αυξανομένης απορίας εις τας συμβουλάς του πνευματικού και εις τα ασκητικά έργα των Αγίων Πατέρων. Ο [//42] νεαρός μοναχός έμαθε περί εαυτού ότι κατηξιώθη σπανίας και εξαιρέτου δωρεάς, αλλά δεν ηδύνατο να εννοήση δια τί ο πλησθείς φωτός θεογνωσίας νους αυτού, παρά τον αγώνα της τηρήσεως των εντολών, πάλιν εσκοτίζετο εξ οραμάτων δαιμόνων, οίτινες εξέλιπον τον πρώτον καιρόν μετά την εμφάνειαν του Κυρίου.
Ο Συμεών, πλήρης απορίας, μετέβη εις το Παλαιόν Ρωσικόν, ίνα ζητήση συμβουλήν παρά του Γέροντος Ανατολίου. Ο τελευταίος, ακούσας όσα πάσχει ο νεαρός μοναχός, λέγει εις αυτόν:
- Προσεύχεσαι, ως φαίνεται πολύ.
- Προσεύχομαι αδιαλείπτως, απήντησεν ο Συμεών.
- Νομίζω ότι προσεύχεσαι εσφαλμένως πως και δια τούτο συχνάκις βλέπεις δαίμονας.
- Δεν εννοώ τι σημαίνει «προσεύχομαι εσφαλμένως ή ορθώς», αλλά γνωρίζω ότι πρέπει να προσεύχωμαι πάντοτε και δια τούτο προσεύχομαι αδιακόπως.
- Κατά την προσευχήν φύλαττε τον νουν καθαρόν από πάσης φαντασίας και παντός λογισμού και περίκλειε αυτόν εις τους λόγους της προσευχής, είπεν εις αυτόν ο Γέρων Ανατόλιος, και εξήγησε τί σημαίνει νους «καθαρός» και πώς «περικλείεται» εις τους λόγους της προσευχής.
Έμεινεν αρκετόν καιρόν ο Συμεών πλησίον του Γέροντος Ανατολίου. Τας διδακτικάς και ωφελίμους οδηγίας αυτού ο πατήρ Ανατόλιος κατέκλεισε μετά φανεράς καταπλήξεως:
«Εάν νυν τοιούτος γέγονας, τι λοιπόν θα είσαι κατά το γήρας»;
Ο πατήρ Ανατόλιος ήτο υπομονητικός και επιμελής ασκητής. Διήλθε την μακράν αυτού ζωήν, ως έλεγε περί αυτού ο Γέρων Σιλουανός, εν νηστεία και μετανοία, αλλά μόνον εις το γήρας, κατά το τεσσαρακοστόν πέμπτον έτος της μοναχικής αυτού ζωής, εγεύθη του μεγάλου ελέους  του Θεού και εγνώρισε πώς ενεργεί η χάρις. Το ότι κατεπλάγη εκ της ζωής του νεαρού μοναχού είναι φυσικόν, αλλ’ όμως δεν έπρεπε να φανερώση την έκπληξιν αυτού. Εις τούτο συνίστατο το σφάλμα αυτού, διότι έδωκεν εις τον νεαρόν αθλητήν αφορμήν κενοδοξίας, προς την οποίαν εκείνος δεν είχεν εισέτι μάθει να παλαίη.
Το σφάλμα του Γέροντος Ανατολίου δεν ήτο μόνον παιδαγωγικόν, αλλά και κατά της χάριτος. Η χάρις του Θεού δεν επιτρέπει εις τον αληθή ασκητήν να είπη εις τον αδελφόν έπαινον, τον οποίον έτι και οι τέλειοι συχνάκις δεν δύνανται να βαστάσουν άνευ ζημίας. Έπαινοι λέγονται μόνον, όταν τις αποκάμνη εκ της απογνώσεως. Να ανοίγωνται όμως οι οφθαλμοί της «αριστεράς» εις εκείνα άτινα ποιεί μεθ’ ημών η δεξιά του Υψίστου, ή ουδόλως επιτρέπεται ή πρέπει να γίνηται μετ’ άκρας τέχνης και προσοχής.
Ούτως ή άλλως δια τον νεαρόν και εισέτι άπειρον μοναχόν Συμεών ήρχισεν η πλέον δύσκολος, η πλέον περίπλοκος, η πλέον «λεπτή» μάχη κατά της κενοδοξίας. Η υπερηφανία και η κενοδοξία επισύρουν πάσας τας συμφοράς και τας πτώσεις. Η χάρις εγκαταλείπει, η καρδία ψυχραίνεται, η προσευχή ατονεί, ο νους διασκορπίζεται και οι εμπαθείς λογισμοί αρχίζουν να προσβάλλουν αυτόν. Ψυχή θεωρήσασα την άλλην ζωήν, καρδία γευθείσα της γλυκύτητος του Αγίου Πνεύματος, νους γνωρίσας την καθαρότητα, δεν θέλουν να συγκατατεθούν εις την αποδοχήν των πολιορκούντων ατόπων λογισμών. Πώς όμως να επιτευχθή τούτο;
Προ της Εμφανείας η ψυχή του Συμεών δεν ηδύνατο να απωθή τους λογισμούς και έφθασε μέχρι της απογνώσεως παρά την ακαταπαύστως ενεργούσαν προσευχήν. Μετά την Εμφάνειαν η ψυχή αυτού εγνώρισε την ειρήνην της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και η ζωή αυτού εγένετο συνεχής προσευχή και δοξολογία. Αλλ’ εν τούτοις, εκ νέου πάντα ταύτα αποχωρούν και άρχεται πάλιν  ο αγών προς τους λογισμούς. Η ψυχή νοσταλγεί, ζητεί, ικετεύει, θρηνεί, αγωνίζεται, ίνα κρατήση τον Ακράτητον, αλλά το φως, και όταν επιστρέφη, επ’ ολίγον μόνον διαμένει και πάλιν απομακρύνεται. Ήρξαντο οι μακροί χρόνοι των εναλλαγών της χάριτος και της εγκαταλείψεως.
Ούτε η πείρα των βασάνων του άδου, ούτε η δωρεά της αδιαλείπτου εσωτερικής προσευχής, ούτε εισέτι η εμφάνισις του Κυρίου έδωκαν εις τον νεαρόν μοναχόν την πλήρη απαλλαγήν εκ των δαιμονικών επιθέσεων και της πάλης των λογισμών. Παρ’ όλην την εντατικήν προσευχήν ο νους αυτού εσκοτίζετο κατά καιρούς εκ της οράσεως των δαιμόνων και της απωλείας της ειρήνης. Όλη η εξαίρετος πείρα αυτού δεν έδωκεν εις αυτόν την γνώσιν πώς να διαμένη εις την κατάστασιν εκείνην την οποίαν εγνώρισεν η ψυχή κατά την ώραν της οράσεως, να δεχθή δε ησύχως την απομάκρυνσιν του φωτός ήτο πλέον αδύνατον.
Η συμβουλή του Γέροντος Ανατολίου, να περικλείη τον νουν εις τους λόγους της προσευχής, εβοήθησε τον Συμεών να καθάρη μέχρι τινός τον νου, αλλ’ ανεπαρκώς, και ούτως ενώπιον αυτού ηγείρετο μεθ’ όλης της δυνάμεως το πρόβλημα του ασκητικού «αγώνος προς τον λογισμόν».
Δια τον εισελθόντα εις την πορείαν της πνευματικής ζωής η πάλη των λογισμών δεν είναι ψιλή σκέψις δια τούτο ή δι’ εκείνο, αλλ’ αντίστασις «προς τας μεθοδείας του διαβόλου» (Εφεσ. στ’ 11). Η εξωτερική μορφή την οποίαν ενδύεται ο λογισμός συχνάκις δεν επιτρέπει να αντιληφθής ΠΟΘΕΝ προέρχεται ούτος. Ουχί σπανίως ο λογισμός πλησιάζει αθορύβως ως κλέπτης, η δε πρώτη λογική αυτού μορφή δύναται να φανή ουχί μόνον εντελώς φυσική αλλά και σοφή, έτι δε και αγία. Και όμως ενίοτε αρκεί και η πλέον ελαφρά προσέγγισις τοιούτου  λογισμού, ίνα προκαλέση βαθείαν αλλαγήν εις την ψυχήν. Η κρίσις περί της φύσεως του λογισμού δεν πρέπει να στηρίζεται επί της εξωτερικής αυτού μορφής. Μόνον η πείρα οδηγεί εις την γνώσιν περί του ποίαν δύναμιν και λεπτότητα και ποίας ποικιλομόρφους όψεις δύνανται να προσλαμβάνουν αι δαιμονικαί υποβολαί. Προσέτι και όταν ο λογισμός κατά την φύσιν αυτού είναι αγαθός, δυνατόν να παρεισφρήση εις αυτόν αλλότριον στοιχείον, ούτω δε να αλλάξη ουσιωδώς το πνευματικόν αυτού περιεχόμενον και την εφ’ ημάς ενέργειαν.
Ο λογισμός είναι το πρώτον στάδιον της αμαρτίας. Η εμφάνισις αυτού εις την σφαίραν της συνειδήσεως δεν λογίζεται ως αμαρτία, αλλ’ είναι μόνον η πρότασις αυτής. Η απόκρουσις του λογισμού αποκλείει την περαιτέρω ανάπτυξιν της αμαρτίας.
Γέροντας Σωφρόνιος
Ο ορθόδοξος μοναχός ως κύριον έργον αυτού θεωρεί την μετά της εσωτερικής νοεράς προσοχής καρδιακήν προσευχήν. Τούτο δίδει εις αυτόν την δυνατότητα να βλέπη τον λογισμόν, πριν ή εισέλθη εις την καρδίαν. Νους ιστάμενος εν ησυχαστική προσοχή εν τη καρδία βλέπει πώς ο λογισμός πλησιάζει έξωθεν προσπαθών να εισχωρήση εις την καρδίαν, και εκδιώκει αυτόν δια της προσευχής. Τούτο το έργον, το καλούμενον «νοερά νήψις» ή «νοερά ησυχία» ή «τήρησις του νοός», ήρχισε να διδάσκηται ο Συμεών. Από της ημέρας εκείνης, ότε κατά την δωρεάν της Θεομήτορος ήρχισε να ενεργήται εν τη καρδία αυτού η ευχή του Ιησού, μέχρι του τέλους της ζωής αυτού, η προσευχή αύτη ουδέποτε διεκόπη, αλλά παρά ταύτα δεν ήτο εισέτι τελεία. Δεν ηδύνατο τότε να είναι τοιαύτη, επειδή ούτος δεν ήτο εισέτι απαθής. Η δωρεά, της οποίας ηξιώθη ο Συμεών, ήτο μεγάλη και εδείχθη ισχυρόν θεμέλιον της πνευματικής αυτού ζωής, αλλά δεν ωδήγησεν αυτόν παρευθύς εις την τελειότητα. Εις αυτόν συνέβη τι μεγαλύτερον, αλλ’ οπωσδήποτε όμοιον προς ό,τι συμβαίνει εις πολλούς αγίους: Δια της φλογεράς ορμής  αυτών φθάνουν εις την αδιάλειπτον προσευχήν, αλλά μη όντες κεκαθαρμένοι από των παθών δια της μακράς ασκήσεως, παρά την ενέργειαν της προσευχής, πίπτουν εις την κατά το πάθος αμαρτίαν. Ο ασκητής δεν δύναται να ικανοποιηθή δια τοιαύτης καταστάσεως.
Ο αδελφός Συμεών δεν εγνώριζεν εισέτι να «τηρή τον νουν», και ούτω, προσευχόμενος, δεν ανεχαίτιζε την ενέργειαν της φαντασίας, δια της οποίας επενεργούν οι δαίμονες. Η αναπόφευκτος εις πάντα αρχάριον φαντασία επιφέρει παραμόρφωσιν εις την πνευματικήν ζωήν, ήτις όμως, καθ’ ό αναπόφευκτος κατά την αρχικήν περίοδον, δεν θεωρείται «πλάνη». Οπωσδήποτε όμως ο αρχάριος οδηγείται βαθμηδόν εξ αυτού του είδους προσευχής εις έτερον, όπερ συνίσταται εις το «περικλείειν τον νουν εις τους λόγους της προσευχής». Η μορφή αύτη της προσευχής είναι δυσκολωτέρα πως και ξηροτέρα, αλλά προτιμάται ως ορθοτέρα και ολιγώτερον επικίνδυνος.
Εις τον διαπύρως εφιέμενον του Θεού, αλλά τελείως απλούν και αφελή αδελφόν Συμεών, η προσευχή συνοδευομένη υπό της φαντασίας έλαβε ταχέως επικίνδυνον μορφήν και έδωκεν εις τα πονηρά πνεύματα την δυνατότητα να πειράζουν τον νεαρόν ασκητήν. Και το αλλότριον εκείνο φως, δια του οποίου επληρώθη νύκτα τινά το κελλίον αυτού και εφώτισεν εισέτι και τα έσω του σώματος αυτού, και εκείναι αι τερατώδεις μορφαί, αίτινες την νύκτα επλήρουν το κελλίον αυτού, έτι δε και την ημέραν ενεφανίζοντο εις αυτόν και συνωμίλουν μετ’ αυτού, πάντα ταύτα, εκυοφόρουν μεγάλους κινδύνους.
Είναι αληθές ότι σχεδόν πάντες οι άγιοι ασκηταί διήλθον το στάδιον του αγώνος προς τους δαίμονας, και ούτως είναι φυσικόν να συναντήσης αυτούς εν τη πορεία προς την πνευματικήν τελειότητα. Αλλά πόσοι ήσαν εκείνοι, οίτινες υπέφεραν εξ αυτών και εζημιώθησαν; Πόσοι έμειναν μέχρι τέλους του βίου αυτών ασθενείς ψυχικώς, εξέστησαν των φρενών, έφθασαν εις την φοβεράν απόγνωσιν και απώλοντο; Πόσαι αυτοκτονίαι και παντός είδους εγκλήματα δεν διεπράττοντο εν τω κόσμω ως επακόλουθα δαιμονιώδους πνευματικότητος;
Εκείνος όστις διεξήγαγε κατ’ αυτών αγώνα, αυτός γνωρίζει πόσον είναι «σοφοί» και συχνάκις κολακευτικοί προς όσους δέχονται αυτούς και πόσον λυσσαλέοι προς όσους αποκρούουν αυτούς. Οσάκις συμβαίνει εις τον ασκητήν ό,τι συνέβη εις τον αδελφόν Συμεών, ο πνευματικός πατήρ εντείνει όλην την προσοχήν αυτού. Η πάλη προς τους δαίμονας δεν πρέπει να εμβάλλη εις φόβον. Ο φόβος είναι ήδη ήττα κατά το ήμισυ· η εμφάνισις αυτού ατονεί την ψυχήν και καθιστά αυτήν προσιτήν εις τον δαιμονικόν βιασμόν.
Ο αδελφός Συμεών ήτο απλούς αλλ’ ανδρείος. Εν τούτοις να μείνη τις ήρεμος εις τοιαύτας περιπτώσεις είναι αδύνατον.
Εκ των Βίων των Αγίων, εκ των ασκητικών συγγραμμάτων των Πατέρων, εκ των συνομιλιών μετά πνευματικών και άλλων συγχρόνων αυτού ασκητών του Αγίου Όρους ο νεαρός μοναχός διδάσκεται βαθμηδόν τελειοτέραν ασκητικήν πράξιν, ενώ συνεχώς ευρίσκεται εις αγώνα, όστις εις πολλούς θα εφαίνετο εν γένει αδύνατος. Ο ύπνος αυτού, ως και πρότερον, εξακολουθεί να είναι διακεκομμένος, κατά διαστήματα 15-20 λεπτών εν όλω, περίπου μεταξύ μιάς και ημισείας ώρας εως και δύο κατά το εικοσιτετράωρον· επί κλίνης δεν κατακλίνεται, αλλά κοιμάται καθήμενος εις το σκαμνίον· την ημέραν κοπιά ως εργάτης· καρτερεί εις την εργασίαν της εσωτερικής υπακοής –της αποκοπής του ιδίου θελήματος– διδάσκεται την κατά το δυνατόν πλήρη παράδοσιν εαυτού εις το θέλημα του Θεού· εγκρατεύεται εις την τροφήν, εις τας ομιλίας, εις τας κινήσεις· προσεύχεται επί μακρόν δια της νοεράς προσευχής του Ιησού – εργασίας ] δυσκολωτάτης, συντριβούσης κυριολεκτικώς πάσας τας ανθρωπίνας δυνάμεις. Και όμως, παρά την άσκησιν αυτού, το φως της χάριτος πολλάκις εγκαταλείπει αυτόν και πλήθη δαιμόνων περιβάλλουν αυτόν κατά την νύκτα.
Η εναλλαγή καταστάσεων, άλλοτε επισκέψεις της χάριτος, άλλοτε εγκατάλειψις και δαιμονικαί προσβολαί, δεν παραμένει άκαρπος. Ακριβώς ένεκα της εναλλαγής αυτής η ψυχή του μοναχού Σιλουανού ευρίσκεται εις συνεχή εσωτερικήν μέριμναν, επαγρύπνησιν και ένθερμον αναζήτησιν διεξόδου. Η αδιάλειπτος προσευχή και η νοερά νήψις, την οποίαν εδιδάχθη δια της ιδιαζούσης εις αυτόν υπομονής και ανδρείας, διήνοιξαν εις αυτόν νέους ορίζοντας πνευματικής γνώσεως και παρέσχον εις αυτόν νέα όπλα δια τον αγώνα κατά των παθών. Ο νους αυτού έτι και έτι συχνότερον ευρίσκει εν τη καρδία εκείνο «το σημείον της προσοχής», το οποίον έδιδεν εις αυτόν την δυνατότητα να επιτηρή τα τελούμενα εν τω εσωτερικώ κόσμω της ψυχής. Η σύγκρισις των καταστάσεων και βιωμάτων αυτού οδηγεί αυτόν εις καθαρωτέραν αντίληψιν του τελουμένου εν αυτώ. Αρχίζει να γεννάται η αληθής πνευματική γνώσις. Αποκτάται η διάκρισις περί του πώς πλησιάζουν αθορύβως οι λογισμοί των διαφόρων παθών και πώς ενεργεί η χάρις. Ο Σιλουανός εισέρχεται εις την ζωήν του συνετού ασκητού και συνειδητοποιεί ότι το κύριον νόημα της ασκήσεως συνίσταται εις την απόκτησιν της χάριτος. Ούτως το ερώτημα περί του πώς ενεργεί η χάρις, πώς διαφυλάττεται υπό του ανθρώπου (όστις είδε το φως του ανάρχου Είναι εγεύθη του πληρώματος της χαράς και της ανεκλαλήτου γλυκύτητος της αγάπης του Θεού), διατί και προς τί αύτη εγκαταλείπει την ψυχήν, γίνεται έν εκ των βασικών και κεφαλαιωδών μελημάτων της ζωής αυτού.
Εις τον αγώνα προς διαφύλαξιν της χάριτος ο μοναχός Σιλουανός έφθασεν εις μέτρα τα οποία εις ανθρώπους άλλου τύπου θα φανούν ανεπιτρέπτως σκληρά, δυνατόν δε και να προκαλέσουν εισέτι την σκέψιν ότι τοιούτου είδους ασπλαγχνία προς εαυτόν είναι διαστροφή του Χριστιανισμού. Τούτο βεβαίως δεν είναι ορθόν. Ψυχή γνωρίσασα τον Θεόν, υψωθείσα εις την θεωρίαν του κόσμου του αιωνίου φωτός και ακολούθως απολέσασα την χάριν αυτήν, ευρίσκεται εν τοιαύτη καταστάσει, την οποίαν, όστις δεν εγνώρισεν εις το αυτό μέτρον, ουδόλως δύναται να φαντασθή. Το μαρτύριον και η οδύνη της ψυχής αυτής είναι άφατα· αισθάνεται ιδιαίτερόν τι μεταφυσικόν άλγος. Δια τον άνθρωπον, όστις εβίωσε την απερίγραπτον γλυκύτητα της αγάπης του Θεού, ουδέν πλέον παραμένει εν τω κόσμω τούτω δυνάμενον να γοητεύση ή να πλανήση αυτόν. Υπό τινα έποψιν η επίγειος ζωή αποβαίνει δι’ αυτόν καταθλιπτικόν φορτίον, ούτος δε μετά κλαυθμού ζητεί πάλιν εκείνην την ζωήν της οποίας προ τινος ήψατο. Ανήρ απολέσας την εαυτού γυναίκα, ύπαρξιν θερμώς και βαθέως ηγαπημένην, ή μήτηρ στερηθείσα μονογενούς και ηγαπημένου υιού, μόνον εν μέρει δύναται να συλλάβη την οδύνην του απολέσαντος την χάριν, διότι η αγάπη του Θεού λόγω της δυνάμεως, της αξίας και της γλυκύτητος αυτής του ασυγκρίτου κάλλους και της εξουσίας αυτής, υπερβαίνει απείρως πάσαν άλλην ανθρωπίνην αγάπην. Ως εκ τούτου ο Άγιος Ιωάννης ο της Κλίμακος λέγει περί των απολεσάντων την χάριν ότι η βάσανος αυτών υπερβαίνει τας βασάνους των εις θάνατον καταδίκων, το δε πένθος αυτών το πένθος των επί «νεκροίς κοπτομένων».
Το μέγεθος της απώλειας και αι οδύναι, αίτινες συνδέονται μετ’ αυτής, ωθούν εις μεγάλους αγώνας. Αναλογίσθητε το μαρτύριον της αγωνιζομένης ψυχής, ήτις φθάνει μέχρις εξαντλήσεως των δυνάμεων αυτής και όμως δεν επιτυγχάνει του ποθουμένου. Η χάρις ενίοτε μόνον και επ’ ολίγον μαρτυρεί την εγγύτητα αυτής και πάλιν αφίσταται. Η ψυχή πάσχει βαρέως εκ του ζόφου της Θείας εγκαταλείψεως· ο νους, παρά τον δύσκολον άθλον της αδιαλείπτου εσωτερικής προσευχής, σκοτίζεται και βλέπει δαίμονας· κατά τας νύκτας συχνάκις έρχονται και ενοχλούν τον μοναχόν, προσπαθούντες να αποσπάσουν αυτόν από της προσευχής ή τουλάχιστον να μη αφήσουν αυτόν να προσεύχηται καθαρώς. Πολλά πράγματα παραμένουν ασαφή· εκ των πολλών οδυνηρών παθημάτων της καρδίας ο μοναχός θρηνεί, η ψυχή επιπόνως εκζητεί τον Θεόν, αλλά πέριξ αυτής ουδέν ευρίσκει ει μη μόνον ζοφερούς, αναιδείς, χυδαίους, κακούς και αποκρουστικούς δαίμονας.
«Συ δε, Κύριε, έως πότε … ίνα τί με εγκατέλιπες»;
Η μεγάλη και ασύγκριτος πείρα των Πατέρων ημών από γενεάς εις γενεάν έδειξεν ότι σχετικώς πολλοί ηξιώθησαν επισκέψεων της χάριτος εν τη αρχή της προς τον Θεόν στροφής, αλλά μόνον ολίγοι υπέμειναν εις εκείνον τον αγώνα, όστις είναι απολύτως απαραίτητος, ίνα ο ασκητής επανακτήση εν επιγνώσει πλέον την χάριν της οποίας ηξιώθη. Μεταξύ αυτών των ολίγων δέον όπως καταταγή ο Σιλουανός. Λέξεις δεν δύνανται να αποδώσουν την αδημονίαν ουδέ μιας νυκτός του αγώνος της εγκαταλειφθείσης υπό της χάριτος ψυχής, εις τον οποίον εκείνος διήλθεν ολοκλήρους χρόνους. Ενθυμούμεθα ότι ο Γέρων, όστις εν γένει δεν ηγάπα να ομιλή περί εαυτού, είπεν: «Εάν δεν έδιδεν εις εμέ ο Κύριος εξ αρχής να γνωρίσω το άμετρον της αγάπης Αυτού προς τον άνθρωπον, δεν θα ηδυνάμην ουδέ μίαν τοιαύτην νύκτα να υπομείνω· και όμως διήλθον πλήθος».
Δεκαπέντε χρόνοι παρήλθον από της ημέρας της εμφανίσεως του Κυρίου εις αυτόν. Και ιδού, εις τινα εξ αυτών των μαρτυρικών νυκτερινών αγώνων προς τους δαίμονας, ότε παρά τας προσπαθείας αυτού δεν ηδύνατο να προσευχηθή καθαρώς, ηγέρθη ο Σιλουανός από του σκαμνίου, ίνα ποιήση μετανοίας, αλλά είδεν ενώπιον αυτού  γιγαντιαίαν μορφήν δαίμονος, ισταμένου προ της εικόνος και αναμένοντος να λάβη δι’ εαυτόν την προσκύνησιν. Το κελλίον έγεμε δαιμόνων. Ο Σιλουανός εκάθισε πάλιν εις το σκαμνίον και, κύψας την κεφαλήν, εν οδύνη καρδίας προέφερε την προσευχήν.
«Κύριε, βλέπεις ότι θέλω να προσευχηθώ μετά καθαρού νου, αλλ’ οι δαίμονες δεν με αφήνουν. Δίδαξόν με τί πρέπει να πράττω δια να μη με ενοχλούν;»
Και ήκουσεν εν τη ψυχή την απάντησιν:
«Οι υπερήφανοι πάντοτε ούτως υποφέρουν εκ των δαιμόνων».
«Κύριε δίδαξόν με τί πρέπει να πράττω, ίνα ταπεινωθή η ψυχή μου», λέγει ο Σιλουανός.
Και εκ νέου ήλθεν απάντησις εκ του Θεού εν τη καρδία:
«Κράτει τον νουν σου εις τον άδην, και μη απελπίζου» (σ. 572).
Η σύντομος αύτη εν προσευχή συνομιλία μετά του Θεού υπήρξε νέον, λίαν σπουδαίον γεγονός εις την ζωήν του Σιλουανού.
Μέσον ασύνηθες, ακατάληπτον, κατά το φαινόμενον σκληρόν, αλλ’ εκείνος εδέχθη αυτό μετά χαράς και ευγνωμοσύνης. Η καρδία αυτού ησθάνθη ότι ο Κύριος είναι ελεήμων προς αυτόν και ο Ίδιος χειραγωγεί αυτόν. Να κρατή εαυτόν εις τον άδην δεν ήτο δια τον Σιλουανόν νέον τι. Προ της εις αυτόν εμφανείας του Κυρίου είχε διαμείνει εν αυτώ. Το καινόν εις την θείαν υπόδειξιν ήτο το «και μη απελπίζου». Προηγουμένως έφθασε μέχρι του σημείου της απελπισίας. Νυν εκ νέου, μετά πολλά έτη βαρέος αγώνος, συχνών εγκαταλείψεων, εβίωσεν ώρας, αν μη απελπισίας, όμως παραπλησίων προς αυτήν παθημάτων. Η μνήμη του οφθέντος Κυρίου εφύλαττεν αυτόν από της εσχάτης απογνώσεως, αλλά τα παθήματα εκ της απωλείας της χάριτος παρέμενον ουχί ολιγώτερον οδυνηρά. Τω όντι, εκείνο όπερ έζη ήτο ωσαύτως απελπισία, αλλ’ ετέρου είδους ή η πρώτη. Κατά την διάρκειαν τοσούτων ετών, παρά τους μόχθους μέχρι των εσχάτων ορίων των δυνάμεων αυτού, δεν κατώρθωσε το ποθούμενον, και ως εκ τούτου απώλεσε την ελπίδα ότι θα επετύγχανέ ποτε τούτου.
Ότε, μετά επίπονον αγώνα δια προσευχήν, ηγέρθη από του σκαμνίου, ίνα ποιήση μετανοίας εις τον Θεόν, και είδεν ενώπιον αυτού ένα δαίμονα αναμένοντα λατρείαν προς αυτόν, τότε η ψυχή αυτού επόνεσεν ισχυρώς. Και ιδού, ο Ίδιος ο Κύριος έδειξεν εις αυτόν την οδόν προς την καθαράν προσευχήν.
Αναγνωρίζομεν ότι οιαδήποτε απόπειρα διατυπώσεως δια λόγων ενός βαθέως πνευματικού γεγονότος τυγχάνει ανεπαρκής. Μη δυνάμενοι όμως να πράξωμεν καλύτερόν τι, προσφεύγομεν εις ό,τι καθίσταται εις ημάς προσιτόν.
Αλλ΄ εις τί συνίσταται η ουσία της υποδείξεως του Θεού προς τον πατέρα Σιλουανόν;
Εις το ότι από του νυν απεκαλύφθη εις την ψυχήν αυτού, και τούτο ουχί αφηρημένως ή διανοητικώς αλλ’ υπαρξιακώς, ότι ρίζα πασών των αμαρτιών, σπόρος του θανάτου, τυγχάνει η υπερηφανία· ότι ο Θεός είναι ταπείνωσις. Εγνώρισεν ότι εκείνη η ανεκλαλήτως γλυκεία και μεγάλη ταπείνωσις του Χριστού, της οποίας έλαβε πείραν κατά την στιγμήν της Εμφανείας είναι αναφαίρετον ιδίωμα της Θείας αγάπης, του Θείου Είναι. Ως εκ τούτου όστις επιθυμεί να ενωθή μετά του Θεού δέον όπως ενδυθή την ταπείνωσιν. Από του νυν εγνώρισεν εν αληθεία ότι όλος ο αγών οφείλει να κατευθύνηται προς απόκτησιν της ταπεινώσεως.
Νυν η ψυχή του Σιλουανού πανηγυρίζει, πανηγυρίζει δι’ όλως ιδιαιτέρου τρόπου, αγνώστου εις τους υιούς του αιώνος τούτου. Εδόθη εις αυτόν να γνωρίση το μέγα  μυστήριον του Είναι, να γνωρίση τούτο οντολογικώς. Ώ, πόσον ελεήμων ο Κύριος! Αποκαλύπτει τα θεία μυστήρια εις τον ταπεινόν δούλον Αυτού και διδάσκει εις αυτόν τας οδούς της αιωνίου ζωής! Από του νυν ο Σιλουανός δι’ όλων των δυνάμεων της ψυχής αυτού θα οδεύη την οδόν, την οποίαν ο Ίδιος ο Θεός υπέδειξεν εις αυτόν.
Ήρχισε νέον στάδιον εις την πνευματικήν ζωήν του μοναχού Σιλουανού. Η πρώτη εις αυτόν εμφάνισις του Κυρίου υπήρξε πλήρης απεριγράπτου φωτός. Εξέχεεν επ’ αυτόν πλούτον αισθημάτων: την δύναμιν της αγάπης, την χαράν της αναστάσεως, το αληθινόν και αξιόπιστον συναίσθημα της «εκ του θανάτου προς ζωήν» μεταβάσεως (Ιωάν. ε’ 24). Αλλά γεννάται το ερώτημα: Δια τί τότε εκρύβη εκείνο το φως; Δια τί δεν υπήρξε το δώρημα αμετάκλητον κατά τον λόγον του Κυρίου: «και την χαράν υμών ουδείς αίρει αφ’ υμών»; (Ιωάν. ιστ’ 22). Ήτο άρα γε το δώρημα ατελές, ή η ψυχή ήτο ανίκανος να βαστάση τούτο;
Κατέστη πλέον έκδηλος η αιτία της απωλείας της χάριτος: Η ψυχή δεν κατείχεν ούτε την ορθήν γνώσιν, ούτε τας απαιτούμενας δυνάμεις, ίνα διαφυλάξη αυτήν. Νυν όμως εδόθη εις τον Σιλουανόν το «φως το της γνώσεως» και το «συνιέναι τας Γραφάς». Ενώπιον του πνευματικού αυτού οφθαλμού διηνοίχθη καθαρώς η οδός προς την σωτηρίαν και απεκαλύφθησαν εις αυτόν πλείστα μυστήρια εκ των Βίων των Αγίων και των έργων των Πατέρων.
Πνεύματι εισεχώρησεν εις το μυστήριον του αγώνος του Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ, όστις μετά την προς αυτόν εμφάνισιν του Κυρίου εν τω ναώ κατά την ώραν της Λειτουργίας, αισθανόμενος την απώλειαν της χάριτος και την θείαν εγκατάλειψιν, χιλίας ημέρας και χιλίας νύκτας ίστατο επί μιας πέτρας εν τη ερήμω ικετεύων μετά  κραυγής: «Ο Θεός, ίλεως γενού μοι τω αμαρτωλώ» (σ. 410).
Απεκαλύφθη εις αυτόν η αληθής έννοια και δύναμις της απαντήσεως του Αββά Ποιμένος του Μεγάλου προς τους μαθητάς αυτού: «Πιστεύσατε τέκνα! Εις τον τόπον όπου βάλλεται ο σατανάς, εκεί βάλλομαι» (σ. 280).
Κατενόησεν ότι ο Μέγας Αντώνιος εστάλη υπό του Θεού εις τον Αλεξανδρινόν υποδηματοποιόν, ίνα διδαχθή το πνευματικόν έργον εκείνου. Έμαθεν εξ αυτού να σκέπτηται ενδομύχως: «Οι πάντες σώζονται, εγώ δε μόνος απόλλυμαι» (σ. 279).
Εύληπτον κατέστη εις αυτόν ότι ο Αββάς Σισώης ο Μέγας είχε κατά νουν ακριβώς αυτήν την σκέψιν, ήτοι «οι πάντες σώζονται, εγώ δε μόνος απόλλυμαι», ότε έλεγεν εις τους αδελφούς: «Τίς δύναται βαστάσαι τον λογισμόν Αντωνίου; Πλην οίδα άνθρωπον, όστις μετά καμάτου δύναται βαστάσαι τον λογισμόν αυτού» (ο άνθρωπος ούτος ήτο αυτός ο Σισώης) (σ. 278).
Αντελήφθη τί ηγνόει ο Αββάς Μακάριος ο Αιγύπτιος, ότε έλεγεν: «Είσελθε εις την σεαυτού καρδίαν και ποίησον πόλεμον προς τον σατανάν». Εγνώρισεν εις τί συνίσταται η άσκησις των δια Χριστόν σαλών και γενικώς η οδός την οποίαν ηκολούθησαν οι μεγάλοι της ερήμου Πατέρες: Βησσαρίων, Γεράσιμος ο Ιορδανίτης, Αρσένιος ο Μέγας και οι λοιποί.
Ω, πόσον ελεήμων ο Κύριος! Δίδει εις τον ταπεινόν δούλον αυτού Σιλουανόν να γνωρίση τα μυστήρια Αυτού, αποκαλύπτει εις αυτόν οδούς ζωής· αποκαλύπτει ουχί κατά τρόπον αφηρημένον, διανοητικόν, αλλά δια του «ιδίου του πράγματος», ήτοι οντολογικώς.
Εγνώρισε πλέον εκ πείρας ότι πεδίον των πνευματικών συγκρούσεων μετά του κακού, του κοσμικού κακού, τυγχάνει αυτή αύτη η καρδία του ανθρώπου. Είδε Πνεύματι ότι η υπερηφανία είναι η πανώλεθρος εκείνη δύναμις, ήτις απομακρύνει τους ανθρώπους από του Θεού και εμβάλλει τον κόσμον εις αναριθμήτους δυστυχίας  και θλίψεις. Αύτη είναι η μάστιξ της ανθρωπότητος, το διαβολικόν εκείνο σπέρμα του θανάτου, όπερ βυθίζει όλην την γην εις το σκότος της απογνώσεως. Από του νυν ο πατήρ Σιλουανός, ο γίγας ούτος του πνεύματος, θα συγκεντρώση τας δυνάμεις αυτού εις τον αγώνα δια την απόκτησιν της ταπεινώσεως του Χριστού. Μεταφερόμενος πνεύματι εις την ζωήν των Πατέρων, κατενόησεν ότι η γνώσις της οδού προς την θείαν αιωνιότητα διαφυλάττεται πάντοτε εν τη Εκκλησία και ότι τη ενεργεία του Αγίου Πνεύματος παραδίδεται ανά τους αιώνας από γενεάς εις γενεάν.
Πολλοί ερχόμενοι εις επαφήν μετά των μοναχών, ουδέν το αξιόλογον βλέπουν εις αυτούς και απομακρύνονται ανικανοποίητοι, και δη «απογοητευμένοι». Συμβαίνει δε τούτο επειδή πλησιάζουν τον μοναχόν μετ’ εσφαλμένου κριτηρίου και ακαταλλήλων αναζητήσεων.
Ο μοναχός εγκαρτερεί εις ακατάπαυστον αγώνα, και ουχί σπανίως εις άκρως έντονον. Αλλ’ ο ορθόδοξος μοναχός δεν είναι φακίρης. Αυτόν ουδόλως θέλγει η δι’ ειδικών ασκήσεων επιτυχία ιδιοτύπου αναπτύξεως των ψυχικών δυνάμεων, όπερ τοσαύτην εμποιεί εντύπωσιν εις πολλούς αμαθείς αναζητητάς της μυστικιστικής ζωής. Ο μοναχός διεξάγει ισχυρόν και επίμονον πόλεμον. Τινές εξ αυτών, ως ο Σιλουανός, διεξάγουν τιτάνιον αγώνα άγνωστον εις τον κόσμον, ίνα φονεύσουν τον υπερήφανον όφιν, τον εμφωλεύοντα εις τα άδηλα βάθη της ψυχής, ίνα γένωνται άνθρωποι, αληθινοί άνθρωποι, κατ’ εικόνα του τελείου Ανθρώπου Χριστού, ήγουν πραείς και ταπεινοί (βλ. Ματθ. ια’ 29).
Ξένοι και ακατάληπτος εις τον κόσμον η χριστιανική ζωή. Το πάν εν αυτή παρουσιάζεται παράδοξον, εις τάξιν αντίθετον της τάξεως του κόσμου, και είναι αδύνατον να παραστήσωμεν αυτήν δια λόγων. Η μόνη οδός προς επίγνωσιν είναι να ποιήσωμεν το θέλημα του Θεού, τουτέστι να τηρήσωμεν τας εντολάς του Χριστού, οδόν υποδειχθείσαν υπ’ Αυτού του Ιδίου.
Ο Γέρων Σιλουανός, μετά την εις αυτόν δοθείσαν υπό του Κυρίου αποκάλυψιν, επορεύετο σταθερώς την πνευματικήν οδόν. Έκτοτε η «ηγαπημένη ωδή» αυτού, ως ο ίδιος εξεφράζετο, ήτο:
«Εντός ολίγου αποθνήσκω και η τάλαινα ψυχή μου κατέρχεται εις τον στενόν ζοφερόν άδην, και εκεί μόνος εγώ οδυνώμενος εν τη ασβέστω φλογί θα κλαίω: Πού είσαι, Κύριε μου, το φως της ψυχής μου; Ίνα τί με εγκατέλιπες; Δεν δύναμαι να ζω χωρίς Σου» (σ. 281).
Η πνευματική αύτη εργασία ταχέως ωδήγησεν αυτόν εις την ειρήνην της ψυχής και την καθαράν προσευχήν.
Η χάρις ήδη δεν εγκαταλείπει αυτόν, ως πρότερον. Φέρων αυτήν εν τη καρδία αυτού αισθητώς, αισθάνεται την ζώσαν παρουσίαν του Θεού· πληρούται εκπλήξεως ενώπιον της ευσπλαγχνίας Αυτού. Η βαθεία ειρήνη του Χριστού πλημμυροί την ψυχήν αυτού και το Πνεύμα το Άγιον πληροί αυτόν δυνάμεως αγάπης. Όμως, αν και δεν ήτο πλέον αδόκιμος, ως πρότερον, αν και εκ του μακρού και βαρέος αγώνος εξήλθε σεσοφισμένος, αν και εξ αυτού διεμορφώθη έμπειρος πνευματικός μαχητής, εν τούτοις εξηκολούθει να πάσχη εκ του ευμεταβλήτου και ασταθούς της ανθρωπίνης φύσεως και εξηκολούθει να θρηνή μετ’ αλαλήτου κλαυθμού καρδίας, ότε ηλαττούτο εν αυτώ η χάρις. Και αύτη προσέτι η πυρίνη οδός δεν απεδείχθη βραχεία. Άλλα δεκαπέντε έτη παρήλθον μέχρις ότου λάβη την δύναμιν να αποκρούη δι’ απλής εσωτερικής κινήσεως του νοός, απαρατηρήτου έξωθεν, παν ό,τι προηγουμένως έπληττεν αυτόν βαρέως.
Ενώ ηυξάνοντο αι επισκέψεις της χάριτος εις δύναμιν και διάρκειαν, ηύξανεν εν τη ψυχή του Σιλουανού  και η ευγνωμοσύνη προς τον Θεόν.
«Ώ Κύριε, απορώ πώς να Σε ευχαριστήσω δεόντως δια το νέον άρρητον έλεός Σου, διότι αποκαλύπτεις τα μυστήριά Σου εις αμαθή και αμαρτωλόν, ως είμαι εγώ. Ο κόσμος απόλλυται εις τας αλύσεις της απογνώσεως, ενώ εις εμέ, τον τελευταίον και χείριστον πάντων, ανοίγεις την είσοδον εις την αιώνιον ζωήν. Κύριε, δεν δύναμαι μόνος … Δος εις όλον τον κόσμον να Σε γνωρίσουν».
Άρχεται βαθμηδόν εν τη προσευχή αυτού να επικρατή η θλίψις δια τον κόσμον, δια τους αγνοούντας τον Θεόν. «Να προσεύχησαι υπέρ των ανθρώπων σημαίνει να χέης αίμα», έλεγεν ο Γέρων, διδαχθείς την άμωμον αγάπην του Χριστού Πνεύματι Αγίω.
Η αγάπη του Χριστού είναι μακαριότης μη συγκρινομένη προς ουδέν των εν τω κόσμω τούτω, και συγχρόνως είναι πάθος, μεγαλύτερον παντός άλλου πάθους, μαρτύριον μέχρι θανάτου.
Να αγαπάς δια της αγάπης του Χριστού σημαίνει να πίνης εκείνο το ποτήριον, όπερ Αυτός ο Άνθρωπος-Χριστός εδεήθη του Πατρός «παρελθείν» απ’ Αυτού.
Δια της καθαράς προσευχής διδάσκεται ο ασκητής τα μεγάλα μυστήρια του Πνεύματος. Εισερχόμενος δια του νοός εις την καρδίαν, πρώτον εις αυτήν την σαρκίνην καρδίαν, διεισδύει εις εκείνα τα βάθη αυτής, τα οποία δεν είναι πλέον σάρξ. Ευρίσκει την «βαθείαν» καρδίαν, την πνευματικήν, την μεταφυσικήν, και εν αυτή βλέπει ότι το είναι όλης της ανθρωπότητος δεν είναι δι’ αυτόν ξένον τι, αλλότριον, αλλ’ αχωρίστως συνδεδεμένον μετά της προσωπικής αυτού υπάρξεως.
«Ο αδελφός ημών είναι η ζωή ημών», έλεγεν ο Γέρων.
Δια της αγάπης του Χριστού αισθανόμεθα όλους τους ανθρώπους ως αναπόσπαστον μέρος της υποστατικής ημών υπάρξεως. Ο Γέρων ήρχισε να αντιλαμβάνηται την εντολήν «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν»  ουχί ως ηθικόν κανόνα. Εις την λέξιν «ως» διέβλεπεν αναφοράν ουχί εις το μέτρον της αγάπης, αλλ’ εις την οντολογικήν κοινότητα του είναι πάντων των ανθρώπων.
«Ο Πατήρ κρίνει ουδένα, αλλά την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω Υιώ … ότι Υιός ανθρώπου εστί» (Ιωάν. ε’ 22 και 27). Ούτος ο Υιός του ανθρώπου, ο Μέγας Κριτής του κόσμου, θα είπη κατά την Κρίσιν ότι ο «είς τούτων των ελαχίστων» είναι Αυτός ο Ίδιος. Εν άλλοις λόγοις την ύπαρξιν εκάστου ανθρώπου περικλείει εν τη ιδία Αυτού υποστατική υπάρξει. Ο Υιός του ανθρώπου φέρει εν Εαυτώ ολόκληρον την ανθρωπότητα και έπαθε δι’ «όλον τον Αδάμ». Ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι και ημείς οφείλομεν να οικειοποιηθώμεν τον ίδιον τρόπον ζωής, να έχωμεν το αυτό φρόνημα, «ό και εν Χριστώ Ιησού» (Φιλ. β’ 5).
Το Πνεύμα το Άγιον, διδάσκον εις τον Σιλουανόν την αγάπην του Χριστού, έδιδεν εις αυτόν το χάρισμα να ζη αληθώς την αγάπην αυτήν, ήτις περιπτύσσεται όλην την ανθρωπότητα. Δια της υστάτης εντάσεως προσευχής, μετά βαθέος πένθους υπέρ όλου του κόσμου, κατέστη ούτος οικείος του «όλου Αδάμ» και συνεδέθη μετ’ αυτού δια δεσμών ισχυρών. Ούτος βιώσας την ανάστασιν της ψυχής ηδύνατο κατά φυσικόν τρόπον να δέχηται πάντα άνθρωπον ως τον αιώνιον αδελφόν αυτού. Εν τη επιγείω ζωή υπάρχει διαδοχική τις σειρά, αλλ’ εν τη αιωνιότητι οι πάντες είμεθα έν, και δια τούτο έκαστος εξ ημών οφείλει να μεριμνά ουχί μόνον περί εαυτού αλλά και περί της πανενότητος.
Μετά την εμπειρίαν των βασάνων του άδου, μετά την υπόδειξιν του Θεού «κράτει τον νουν σου εις τον άδην», δια τον Γέροντα Σιλουανόν ήτο ιδιαιτέρως χαρακτηριστική η προσευχή υπέρ των νεκρών, οίτινες «υπάρχουν εν βασάνοις». Προσηύχετο ωσαύτως υπέρ των ζώντων και των επερχομένων γενεών. Εις την εξερχομένην των ορίων του χρόνου προσευχήν αυτού εξέλιπε πάσα ιδέα  περί των παροδικών φαινομένων της προσκαίρου ζωής. Εν τη υπέρ του κόσμου θλίψει εδόθη εις αυτόν να διακρίνη τους ανθρώπους εις τους γνωρίσαντας τον Θεόν και τους μη γνωρίσαντας Αυτόν. Η σκέψις ότι άνθρωποι θα βασανίζωνται εις το «σκότος το εξώτερον» ήτο δι’ αυτόν αφόρητος.
Ενθυμούμενος την συνομιλίαν αυτού μετά τινος ερημίτου, όστις έλεγεν:
- Ο Θεός θα τιμωρήση όλους τους αθέους. Θα καίωνται εις το αιώνιον πυρ.
Οφθαλμοφανώς η ιδέα ότι οι άθεοι θα ετιμωρούντο εις το αιώνιον πυρ προεξένει εις αυτόν ικανοποίησιν, κατά τον ψαλμωδόν: «Ευφρανθήσεται δίκαιος, όταν ίδη εκδίκησιν» (Ψαλμ. νγ’ 11-12). Μετά καταφανούς συγκινήσεως ο Γέρων απήντησε:
- Λοιπόν, ειπέ εις εμέ, παρακαλώ, εάν σε βάλουν εις τον παράδεισον και ίδης εκείθεν ότι καίεταί τις εν τη φλογί του άδου, θα είσαι άρα γε αναπεπαυμένος;
- Αλλά τι δύναται γενέσθαι; Αυτοί οι ίδιοι είναι ένοχοι, λέγει εκείνος.
Τότε ο Γέρων μετά τεθλιμμένου βλέμματος απεκρίθη:
- Η αγάπη δεν δύναται να υποφέρη τούτο … Πρέπει να προσευχώμεθα υπέρ πάντων.
Και τω όντι εκείνος προσηύχετο υπέρ πάντων. Το να προσεύχηται μόνον δι’ εαυτόν ήτο ήδη ξένον εις αυτόν· «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού» (Ρωμ. γ’ 23). Δι’ αυτόν, όστις είδε κατά το δοθέν εις αυτόν μέτρον την δόξαν του Θεού και εβίωσε την στέρησιν αυτής, και η σκέψις έτι τοιαύτης στερήσεως απέβη αβάστακτος. Η ψυχή αυτού ετήκετο εκ της σκέψεως ότι πολλοί άνθρωποι ζουν αγνοούντες τον Θεόν και την αγάπην Αυτού και προσηύχετο μεγάλη ευχή, όπως ο Κύριος κατά την άφατον Αυτού αγάπην δώση να γνωρίσουν Αυτόν δια Πνεύματος Αγίου.
Μέχρι του τέλους της ζωής αυτού, παρά τας εξηντλημένας  δυνάμεις και τας ασθενείας, διεφύλαξε την συνήθειαν να κοιμάται μόνον κατά διαστήματα. Έμενεν εις αυτόν πολύς χρόνος δια την κατά μόνας προσευχήν και προσηύχετο αδιαλείπτως, μεταβάλλων κατά την περίστασιν τον τύπον της προσευχής, αλλά ιδιαιτέρως και εκτενέστερον προσηύχετο την νύκτα, προ του όρθρου.
Τότε εδέετο υπέρ ζώντων και τεθνεώτων, υπέρ φίλων και εχθρών, υπέρ πάντων.
Τί εσκέπτετο, τί ησθάνετο, τί έλεγεν εις τον Θεόν κατά τας μακράς νύκτας της υπέρ του κόσμου προσευχής;
Παραδείγματα τοιούτων προσευχών έχομεν εις τινας σημειώσεις του Γέροντος. Δι’ αυτών δυνάμεθα να εισδύσωμεν μέχρι τινος εις το μυστήριον τούτο της ψυχής του αγίου ανδρός.
Αι λέξεις των προσευχών αυτών προφέρονται βραδέως η μία μετά την άλλην. Εκάστη λέξις συναρπάζει μετά δυνάμεως όλον το είναι του ανθρώπου. Όλος ο άνθρωπος συνάγεται «εν ενί», συνάγεται έτι και σωματικώς. Η αναπνοή αλλάσσει, αναχαιτίζεται ή, καλύτερον, γίνεται συνεσταλμένη, ίνα μη κωλύη δια της «τόλμης» αυτής την ορμήν και την συγκέντρωσιν του πνεύματος.
Ο όλος νους, η όλη καρδία, όλον το σώμα άχρις οστέων και μυελών, το παν συνενούται επί το αυτό. Ο νους αοράτως σκέπτεται τον κόσμον. Η καρδία αοράτως ζη το πάθος του κόσμου, και εν αυτή ταύτη τη καρδία το πάθος φτάνει το έσχατον όριον. Η καρδία, ή μάλλον όλη η ύπαρξις, πληρούται δακρύων, καταβυθίζεται εις θρήνον.
Δεν ήσαν αι προσευχαί του Γέροντος πολύλογοι, αλλά διήρκουν επί μακράς ώρας.
Συχνάκις η προσευχή πορεύεται άνευ λόγων· ο νους εν τινι ιδιαιτέρα καταστάσει νοεί τα πάντα εν ταυτώ. Η ψυχή τότε, ανά πάσαν στιγμήν, δύναται να απολέση την αντίληψιν του κόσμου και την αίσθησιν του σώματος. Ονους παύει να νοή δια κεχωρισμένων εννοιών. Τότε το πνεύμα του ανθρώπου εν ηρέμω εκπλήξει καθορά αοράτως μόνον τον Θεόν.
«Όταν ο νους είναι όλος εν τω Θεώ, τότε ο κόσμος λησμονείται εντελώς» (σ. 609), έλεγεν ο Γέρων.
Όταν όμως δι’ άγνωστον αιτίαν λαμβάνη τέλος η εν τω Θεώ αύτη διαμονή, τότε παύει η ψυχή να προσεύχηται· ειρηνεύει, πληρούται αγάπης και βαθείας αναπαύσεως, συγχρόνως δε κατέχεται υπό τινος λεπτής λύπης δια την απομάκρυνσιν του Κυρίου, διότι η ψυχή ποθεί να μένη αιωνίως μετ’ Αυτού.
Η ψυχή ζη τότε το υπόλειμμα της θεωρίας.
Ο Άγιος Σιλουανός
Ημείς εγνωρίσαμεν τον Γέροντα κατά την περίοδον ταύτην της ζωής αυτού. Είχον παρέλθει οι μακροί χρόνοι της τιτανίου μάχης κατά των παθών. Τότε ήτο αληθώς μέγας εις το πνεύμα. Μαθητευθείς εις τα μυστήρια του Θεού και καθοδηγηθείς άνωθεν εις τον πνευματικόν αγώνα, ανήρχετο ήδη σταθερώ ποδί εις την απάθειαν.
Εξωτερικώς ο Γέρων ήτο πολύ απλούς. Εις το ανάστημα υψηλότερος του μέσου ανδρός αλλ’ ουχί μεγαλόσωμος. Το σώμα αυτού ούτε ξηρόν ούτε πολύσαρκον ήτο. Ρωμαλαίος κορμός, ισχυρός λαιμός, πόδες δυνατοί, σύμμετροι προς τον κορμόν μετά μεγάλων πελμάτων, χείρες εργάτου στιβαραί, μεγάλαι παλάμαι και ανάλογοι δάκτυλοι· πρόσωπον και κεφαλή πολύ αρμονικών αναλογιών. Ωραίον, μέτριον στρογγύλον μέτωπον, μόλις μεγαλύτερον του μήκους της ρινός. Η κάτω σιαγών έντονος, δυνατή και αποφασιστική, αλλ’ άνευ σημείων αισθησιασμού ή τραχύτητος. Οφθαλμοί βαθύχρωμοι, ουχί μεγάλοι, βλέμμα επιεικές, προσεκτικόν, διορατικόν, πολλάκις καταπεπονημένον εκ της πολλής αγρυπνίας και των δακρύων. Γένεια μεγάλα, δασέα, εν μέρει φαιόχροα. Οφρύες χαμηλαί, ευθυτενείς. Η κόμη της κεφαλής μαύρη μέχρι του γήρατος, μάλλον πυκνή. Έτυχε να φωτογραφήσουν αυτόν, αλλ’ άνευ επιτυχίας. Τα ισχυρά, ανδρεία χαρακτηριστικά  του προσώπου αυτού απετυπούντο σκληρά, ενώ εις την πραγματικότητα είχε την όψιν πραείαν, συμπαθή, μετά γαληνίου βλέμματος. Το πρόσωπον ωχρόν εκ του ολίγου ύπνου και της πολλής νηστείας, συχνάκις κατανενυγμένον, ουδέποτε τραχύ.
Ούτως ήτο συνήθως, αλλ’ ενίοτε μετεμορφούτο, ώστε να γίνηται αγνώριστος. Το χλωμόν, καθαρόν πρόσωπον ελάμβανε τοιαύτην πεφωτισμένην έκφρασιν, εγίνετο τοσούτον καταπληκτικόν, ώστε δεν είχες την δύναμιν να προσβλέψης εις αυτό· οι οφθαλμοί υπεστέλλοντο. Ακουσίως ήρχετο εις την μνήμην η Αγία Γραφή λέγουσα ότι ένεκα της δόξης του προσώπου του Μωϋσέως ο λαός εφοβείτο να ατενίση εις αυτόν.
Η ζωή του Γέροντος ήτο μετρίως αυστηρά, μετά τελείας αδιαφορίας δια την εξωτερικήν εμφάνισιν και μεγάλης αφροντισίας δια το σώμα. Περιεβάλλετο χονδροειδή ενδύματα, ως οι εργάται μοναχοί, έφερε δε πολλά ενδύματα, έτι και κατά το θέρος, επειδή εις τους χρόνους της πλήρους αδιαφορίας δια το σώμα αυτού συχνάκις ησθένει και έπασχεν εκ ρευματισμών. Κατά την διαμονήν αυτού εν τω Παλαιώ Ρωσικώ έπαθε ψύξιν εις την κεφαλήν και μαρτυρικαί κεφαλαλγίαι ηνάγκαζον αυτόν να μένη πολλάκις εξηπλωμένος επί της στρωμνής. Κατ’ εκείνον τον καιρόν, χάριν μεγαλυτέρας μονώσεως, διήρχετο τας νύκτας έξω των τειχών της κυρίως Μονής, εις τινα γωνίαν μεγάλης αποθήκης τροφίμων, την οποίαν διεχειρίζετο.
Τοιούτον ήτο το απλούν και ταπεινόν εξωτερικόν αυτού του ανθρώπου. Αλλά να ομιλήσωμεν δια τον χαρακτήρα και την εσωτερικήν αυτού μορφήν είναι «και πρόβλημα εις διήγησιν».
Κατά τα έτη εκείνα, ότε εδόθη εις ημάς η ευκαιρία να παρακολουθήσωμεν αυτόν, ενεφάνιζε θέαμα εξαιρέτου αρμονίας των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων.
Ήτο ολιγογράμματος. Μικρός, εφοίτησεν εις το σχολείον του χωρίου αυτού μόνον «δύο χειμώνας», αλλά εκτης συνεχούς εν τω ναώ αναγνώσεως και ακροάσεως[1] της Αγίας Γραφής και των μεγάλων συγγραφών των Αγίων Πατέρων ανεπτύχθη πολύ και, όσον αφορά εις την πνευματικήν ασκητικήν ζωήν, έδιδεν εντύπωσιν εγγραμμάτου ανθρώπου. Εκ φύσεως είχεν οξύν, δημιουργικόν νουν, η δε μακρά εμπειρία του πνευματικού αγώνος, της εσωτερικής νοεράς προσευχής, των μεγάλων δοκιμασιών αλλά και των εξαιρέτων θείων επισκέψεων κατέστησαν αυτόν υπερανθρώπως σοφόν και οξυδερκή.
Ο Γέρων Σιλουανός ήτο άνθρωπος αληθώς τρυφεράς καρδίας, συγκινητικής αγάπης, εξαιρέτου λεπτότητος και ευσπλαγχνίας εις πάσαν θλίψιν και πάντα πόνον, άνευ ουδεμιάς νοσηράς και θηλυπρεπούς αισθηματικότητος. Το συνεχές βαθύ πνευματικόν πένθος ποτέ δεν μετετρέπετο εις συναισθηματικούς κλαυθμηρισμούς. Η ακοίμητος εσωτερική έντασις ουδέ σκιάν νευρικότητος είχεν.
Αξία πολλού θαυμασμού είναι και η μεγάλη σωφροσύνη του ανδρός τούτου, παρά το ρωμαλέον σώμα. Εφύλαττεν εαυτόν ισχυρώς, προσέτι και από παντός λογισμού μη ευαρέστου εις τον Θεόν. Παρά ταύτα συμπεριεφέρετο και συνανεστρέφετο μεθ’ όλων των ανθρώπων εντελώς ελευθέρως και φυσικώς, μετ’ αγάπης και απλότητος, ανεξαρτήτως της θέσεως και του τρόπου ζωής αυτών. Εντός αυτού ουδέ σκιά αποστροφής υπήρχεν, έτι και δι’ ανθρώπους οίτινες έζων ρυπαρώς, αλλ’ εν τω βάθει της ψυχής αυτού εθλίβετο δια τας πτώσεις αυτών, καθώς ο πατήρ ή η μήτηρ θλίβονται δια τα ολισθήματα των ηγαπημένων αυτών τέκνων.
Εδέχετο τους πειρασμούς και έφερεν αυτούς μετά μεγάλης ανδρείας.
 Ήτο άνθρωπος παντελώς άφοβος και ελεύθερος, και συγχρόνως δεν υπήρχεν εντός αυτού ουδέ ίχνος θρασύτητος. Άφοβος ών, ενώπιον του Θεού έζη εν φόβω. Τω όντι, εφοβείτο να λυπήση Αυτόν έστω και δια κακού λογισμού.
Ήτο ανήρ μεγάλης ανδρείας, και εν τω άμα εξαιρέτου πραότητος· σπάνιος και ασυνήθους ωραιότητος συνδυασμός.
Ο Γέρων ήτο άνθρωπος βαθείας, γνησίας ταπεινώσεως, και ενώπιον του Θεού και ενώπιον των ανθρώπων. Ηγάπα να δίδη το προβάδισμα εις τους άλλους, ηγάπα να είναι κατώτερος, να χαιρετίζη πρώτος, να λαμβάνη ευλογίαν παρά των φερόντων ιερατικόν βαθμόν, ιδίως παρά των επισκόπων και του ηγουμένου, και πάντα ταύτα άνευ ουδεμιάς ανθρωπαρεσκείας ή κολακείας. Ετίμα ειλικρινώς τους ανθρώπους οίτινες είχον αξίωμα ή θέσιν, και τους πεπαιδευμένους, αλλ’ ουδέποτε εντός αυτού υπήρχεν αίσθημα φθόνου ή μειονεκτικότητος, ίσως επειδή βαθέως εγνώριζε το εφήμερον πάσης κοσμικής θέσεως, εξουσίας, πλούτου, προσέτι δε επιστημονικών γνώσεων. Εγνώριζε «πόσον πολύ αγαπά ο Κύριος τους ανθρώπους Αυτού», και εξ αγάπης προς τον Θεόν και τους ανθρώπους ετίμα αληθώς και εσέβετο πάντα άνθρωπον.
Ο Άγιος Σιλουανός
Η εξωτερική αυτού διαγωγή ήτο απλή, και ταυτοχρόνως η αναμφίβολος ποιότης αυτού ήτο η εσωτερική ευγένεια, η αριστοκρατία, αν θέλητε, εν τη υψηλοτέρα σημασία της λέξεως. Εν τη υπό διαφόρους συνθήκας επικοινωνία μετ’ αυτού ο άνθρωπος και της λεπτοτέρας εισέτι διαισθήσεως δεν ηδύνατο να παρατηρήση εις αυτόν τραχείας κινήσεις καρδίας: αντιπάθειαν, απροσεξίαν, περιφρόνησιν, προσποίησιν και τα παρόμοια. Ήτο ανήρ όντως ευγενής, ως δύναται να είναι μόνον ο χριστιανός.
Ο Γέρων ποτέ δεν εγέλα ηχηρώς. Ποτέ δεν ωμίλει κατά τρόπον διφορούμενον. Ουδέποτε περιεγέλασε και  ουδέποτε ηστειεύθη άλλους ανθρώπους. Επί του συνήθως σοβαρού γαληνίου προσώπου αυτού μόλις εσχεδιάζετο ενίοτε ελαφρόν τι μειδίαμα, μη ανοιγομένων των χειλέων (εκτός εάν ωμίλει).
Ανθίστατο εις τους πειρασμούς και υπέμενεν αυτούς μετά μεγάλης ανδρείας. Το πάθος του θυμού δεν είχε θέσιν εις αυτόν. Αλλά παρά την φανεράν απλότητα, την σπανίαν διαλλακτικότητα και την υπακοήν, ήτο απολύτως αντίθετος προς παν ψευδές, πονηρόν και άσχημον. Κατάκρισις, χυδαιότης, μικρότης και τα τοιαύτα εις αυτόν δεν ευρίσκοντο. Επί τούτου εξεδήλου έμμονον ακαμψίαν, αλλά και τρόπον ώστε να μη θλίβη τον αμαρτάνοντα, και προσείχε να μη προσβάλη αυτόν ουχί μόνον εξωτερικώς, αλλά, το κυριώτερον, ούτε και δια της κινήσεως της καρδίας αυτού, διότι ο λεπτός άνθρωπος αισθάνεται και τας κινήσεις της καρδίας. Επετύγχανε δε τούτο προσευχόμενος εσωτερικώς και μένων ήσυχος, ανεπηρέαστος από παντός δυστρόπου.
Παρετηρείτο εις αυτόν θέλησις σπανίας δυνάμεως, άνευ πείσματος· απλότης, ελευθερία, αφοβία και ανδρεία μετά πραότητος και προσηνείας· ταπείνωσις και υπακοή, άνευ δουλοπρεπείας και ανθρωπαρεσκείας: Ήτο αληθώς άνθρωπος, εικών και ομοίωσις Θεού.
Ωραίος ο κόσμος, δημιούργημα του μεγάλου Θεού· αλλ’ ουδέν θαυμασιώτερον του ανθρώπου, του αληθούς ανθρώπου, του υιού Θεού!
Ποτέ δεν ενδιεφέρθημεν δια τα γεγονότα της εξωτερικής ζωής του μακαρίου Γέροντος. Ίσως αποτελεί σφάλμα εκ μέρους ημών, αλλά δεν δυνάμεθα πλέον να επανορθώσωμεν τούτο. Κατά τας συναντήσεις ημών μετά του Γέροντος η προσοχή ημών ήτο τελείως απερροφημένη εκ του πόθου να κατανοήσωμεν την πνευματικήν αυτού διδαχήν· να συλλάβωμεν αυτήν δια του νου, να συγκρατήσωμεν δια της καρδίας, να αφομοιώσωμεν δια της ψυχής τους λόγους ή μάλλον την πνευματικήν αυτού κατάστασιν.
Ενίοτε εφαίνετο εις ημάς ότι εις τον Γέροντα εδόθη η δύναμις να επιδρά δια της προσευχής επί των συνομιλητών αυτού. Τούτο ήτο απαραίτητον, διότι ο λόγος αυτού εξωτερικώς ήτο απλούς, ως εάν ουδέν το «ιδιαίτερον» να περικλείετο εις αυτόν. Κατ’ ουσίαν όμως ήτο λόγος περί καταστάσεως υπερφυσικής και, ως εκ τούτου, ήτο αναγκαίον να μεταδοθή δια της προσευχής, ει δε μη ο λόγος αυτού θα παρέμενεν ακατανόητος, ασύλληπτος, κεκρυμμένος.
Η μετά του Γέροντος επικοινωνία έφερε χαρακτήρα απλότητος και ελευθερίας από δισταγμού ή φόβου ότι ενδέχεται να σφάλης εις τι. Υπήρχε πλήρης εμπιστοσύνη ότι ουδεμία ενέργεια ή λόγος αδέξιος, ή εισέτι και ανόητος, θα καταστρέψη την ειρήνην, θα συναντήση εις απάντησιν μομφήν ή σκληράν απώθησιν. Συγχρόνως όμως χορδή τις εις τα βάθη της ψυχής σου ενετείνετο μετ’ εσχάτης εντάσεως προσευχής, ίνα αξιωθής να αναπνεύσης εκείνο το πνεύμα, δια του οποίου ήτο ούτος πεπληρωμένος.
Όταν εισέρχησθε εις τόπον πλήρη ευωδίας, το στήθος υμών σπεύδει, ίνα ανοίξη και δεχθή αυτήν μετά βαθείας εισπνοής. Καθ’ όμοιον τρόπον εκινείτο και η ψυχή κατά την ώραν της επικοινωνίας μετά του Γέροντος. Γαλήνιος, ειρηνικός, αλλά συγχρόνως και ισχυρός, βαθύς πόθος εκυρίευε της ψυχής να εμποτισθή υπό της ευωδίας του Πνεύματος του Χριστού.
Οποίαν εξαίρετον και όλως ιδιαιτέραν πνευματικήν τέρψιν δίδει η κοινωνία μετά τοιούτου ανθρώπου!
Ο Γέρων ηδύνατο να ομιλή μεθ’ απλότητος άνευ κενοδοξίας περί πραγμάτων εξερχομένων των κοινών ανθρωπίνων ορίων. Εάν ο ακροατής είχε πίστιν εις αυτόν, τότε δια της απλής αυτής εξωτερικής συνομιλίας εδέχετο, εις μέτρον εφικτόν δι’ αυτόν, την υπερφυσικήν εκείνην κατάστασιν, εν τη οποία ευρίσκετο ο ίδιος ο Γέρων.
[//68] Ενθυμούμεθα την διήγησιν αυτού περί τινος σπουδαίου ρώσου ασκητού, του Πατρός Στρατονίκου, όστις ήλθεν εκ του Καυκάσου, ίνα επισκεφθή το Άγιον Όρος. Ο Πατήρ Στρατόνικος είχε σπάνιον χάρισμα λόγου και προσευχής μετά δακρύων. Ανήγειρε πολλούς ερημίτας και μοναχούς του Καυκάσου από της εξασθενήσεως και της ακηδίας εις νέους αγώνας, εξηγών εις αυτούς τα μυστήρια του πνευματικού πολέμου. Και εν τω Άθωνι ο πατήρ Στρατόνικος εγένετο δεκτός υπό του κύκλου των ασκητών μετά πολλής αγάπης. Ο πλήρης εμπνεύσεως λόγος αυτού προεκάλεσεν εις πολλούς βαθείαν εντύπωσιν. Η πλουσία διάκρισις, ο ωραίος και δυνατός νους, το δώρον της αληθούς προσευχής, η ευρεία αυτού πείρα, το παν κατέστησεν αυτόν εξέχουσαν μορφήν εν μέσω των ασκητών. Διέμεινεν εν Αγίω Όρει σχεδόν δύο μήνας και ήδη ελυπείτο, διότι ματαίως υπέστη τον πολύν κόπον της μακράς πορείας χάριν «ωφελείας». Αι συναντήσεις αυτού μετά των μοναχών του Άθω δεν επλούτισαν τας γνώσεις αυτού. Ήλθε λοιπόν εις τον πνευματικόν του Μοναστηρίου του Αγίου Παντελεήμονος, τον Γέροντα Αγαθόδωρον, και διηγούμενος την λύπην αυτού παρεκάλεσεν αυτόν όπως υποδείξη τινά εκ των πατέρων, μετά του οποίου θα ήτο δυνατόν να συνομιλήση περί της υπακοής και των άλλων έργων του μοναχού. Ο Γέρων Αγαθόδωρος συνέστησεν εις αυτόν να επισκεφθή το «Παλαιόν Ρωσικόν», όπου κατ’ εκείνον τον καιρόν (προ του πολέμου του 1914) είχον συναχθή σπουδαίοι τινες ασκηταί εκ των αδελφών της Μονής.
Το Παλαιόν Ρωσικόν κείται επί ορεινήν περιοχήν, εις ύψος 250 περίπου μέτρων από του επιπέδου της θαλάσσης, κατ’ ανατολάς της Μονής εις απόστασιν μιας περίπου ώρας. Εκεί εκρατείτο αυστηρότερον ασκητικόν τυπικόν ή εν τω Μοναστηρίω. Ο τόπος είναι έρημος, ήσυχος, και δια τούτο προς αυτόν είλκοντο οι μοναχοί επιποθούντες μεγαλυτέραν απομόνωσιν χάριν της ασκήσεως  της νοεράς προσευχής. Εκεί τότε έζη και ο Πατήρ Σιλουανός.
Ο Πατήρ Στρατόνικος εγένετο δεκτός εις το Παλαιόν Ρωσικόν μετά μεγάλης αγαθοφροσύνης. Συνωμίλησε πολύ μετά των Πατέρων και κατ’ ιδίαν και καθ’ ομάδας. Την ημέραν εορτής τινος ο Γέρων Δοσίθεος εκάλεσεν αυτόν εις το κελλίον αυτού μετά τινων άλλων μοναχών, μεταξύ των οποίων ήσαν οι Πατέρες Βενιαμίν της Καλλιάγρας, Ονησιφόρος και Σιλουανός. Η συνομιλία υπήρξε πλουσία εις περιεχόμενον. Ο Πατήρ Στρατόνικος είχε την προτεραιότητα ουχί μόνον ως φιλοξενούμενος, αλλά και κατά το χάρισμα του λόγου, δια του οποίου συνήρπαζε τους παρευρισκομένους. Ο Πατήρ Σιλουανός, ως ο νεώτερος των παρισταμένων, εκάθητο εις την γωνίαν του κελλίου και εσιώπα ακούων προσεκτικώς πάντα λόγον του καυκασιανού ασκητού. Μετά την συνομιλίαν ο Πατήρ Στρατόνικος, όστις δεν είχεν εισέτι συναντηθή μετά του Πατρός Σιλουανού κατ’ ιδίαν, εξέφρασεν εις αυτόν την επιθυμίαν να επισκεφθή αυτόν εις την «καλύβην»[2] αυτού. Συνεφώνησαν δια την τρίτην ώραν της επομένης ημέρας. Κατ’ εκείνην την νύκτα ο Πατήρ Σιλουανός πολύ προσηυχήθη, όπως ο Κύριος ευλογήση την συνάντησιν και την συνομιλίαν αυτών.
Ο Πατήρ Στρατόνικος ήλθε κατά την ορισθείσαν ώραν. Η συνομιλία μεταξύ των δύο ασκητών ήρχισεν ευκόλως και ευθύς έλαβε τον ποθούμενον χαρακτήρα. Και ο είς και ο έτερος πνεύματι ήσαν συνεχώς ορμώμενοι προς τον αυτόν σκοπόν και ο νους αυτών αδιαλείπτως κατείχετο υπό των αυτών προβλημάτων, τα μόνα ουσιώδη δι’ αυτούς.
Την προηγουμένην ημέραν ακούων μετά προσοχής ο Σιλουανός τον Πατέρα Στρατόνικον, παρετήρησεν ότι ο  τελευταίος ωμίλει «εκ του νοός αυτού» και ότι οι λόγοι αυτού περί της συναντήσεως του ανθρωπίνου θελήματος μετά του θελήματος του Θεού και περί της υπακοής ήσαν «ασαφείς».
Ήρξατο την συνομιλίαν δια τριών ερωτήσεων:
«Πώς ομιλούν οι τέλειοι»;
«Τί σημαίνει να παραδίδης εαυτόν εις το θέλημα του Θεού»;
«Εις τι συνίσταται η ουσία της υπακοής»;
Ως φαίνεται, η θαυμαστή εκείνη ατμόσφαιρα πνεύματος, εντός της οποίας ευρίσκετο ο Σιλουανός, επέδρασεν αμέσως επί του Πατρός Στρατονίκου. Ησθάνθη την σπουδαιότητα και το βάθος των ερωτήσεων και παρέμεινε σκεπτικός. Κατόπιν μικράς σιωπής είπεν:
- Αυτό δεν το γνωρίζω … Σεις να μοι ειπήτε.
Ο Σιλουανός απεκρίθη:
- Οι τέλειοι ουδέν λέγουν εξ εαυτών … Ούτοι λέγουν μόνον ό,τι το Πνεύμα δίδει εις αυτούς.
Ο Πατήρ Στρατόνικος κατ’ εκείνην την στιγμήν πιθανώς έζησε την κατάστασιν περί της οποίας ωμίλει ο Σιλουανός. Απεκαλύφθη εις αυτόν νέον μυστήριον της πνευματικής ζωής έως τότε άγνωστον εις αυτόν: το μυστήριον της εν τη καρδία γεννήσεως λόγου εμπεπνευσμένου υπό της Θείας χάριτος. Ησθάνθη τα κενά αυτού κατά το παρελθόν, ηννόησεν ότι ήτο μακράν εισέτι της τελειότητος – σκέψις ήτις δεν ήλθεν εις αυτόν κατόπιν τοσούτων συναντήσεων μετά μοναχών, κατά τας οποίας ήτο οφθαλμοφανής η υπεροχή αυτού· και όμως συνηντάτο μετά πολλών και εξαιρέτων ασκητών. Μετ’ ευγνωμοσύνης προσέβλεψεν εις τον Σιλουανόν.
Του πρώτου ερωτήματος απαντηθέντος εν τω βάθει της ψυχής αυτού δι’ υπαρκτικής πείρας της καταστάσεως αυτής, την οποίαν έλαβε δια της προσευχής του Πατρός Σιλουανού, η αφομοίωσις των δύο άλλων ήτο πλέον εύκολος.
[//71] Παρέτεινον τον λόγον συνομιλούντες περί προσευχής. Ο Πατήρ Στρατόνικος έλεγεν ότι, εάν η προσευχή τελήται άνευ δακρύων, τούτο σημαίνει ότι δεν έφθασε το τέρμα αυτής, και δια τούτο παραμένει άκαρπος. Εις τούτο ο Σιλουανός προσέθεσεν ότι τα δάκρυα κατά την προσευχήν, ως και πάσα άλλη σωματική δύναμις, δύνανται να εξαντληθούν. Τότε ο νους εκλελεπτυσμένος υπό του πένθους διαβαίνει εις λεπτήν τινα «αίσθησιν» Θεού και καθαρός παντός λογισμού εν ησυχία θεωρεί τον Θεόν. Και τούτο δυνατόν να είναι πολυτιμότερον και των δακρύων.
Ο Πατήρ Στρατόνικος ανεχώρησεν ευγνώμων. Κατόπιν επεσκέφθη επανειλημμένως τον Σιλουανόν, και μέχρι του τέλους της εν τω Άθωνι παραμονής αυτού διετηρήθη αμοιβαίως μεγάλη αγάπη. Εις τινα των επομένων επισκέψεων αυτού επεβεβαίωσε τον λόγον του Σιλουανού περί δακρύων και προσευχής. Ήτο φανερόν ότι ο Θεός έδωκεν εις αυτόν να γνωρίση δια πείρας και εκείνην την κατάστασιν.
Ολίγον χρόνον μετά την συνομιλίαν αυτήν ο Πατήρ Στρατόνικος αναχωρήσας εκ του Παλαιού Ρωσικού ήλθεν εις τον ερημίτην Βενιαμίν. Ούτος ήτο άνθρωπος, κατά τον χαρακτήρα, σπανίας ευγενείας, πνευματικής συνέσεως και λεπτής διακρίσεως. Εν όλη τη εξωτερική αυτού όψει, εν τω προσώπω και εν τω λεπτώ, υψηλώ και ξηρώ αναστήματι, διεφαίνετο ανεκδήλωτός τις εσωτερική τραγωδία. Επί δεκάδας ετών είχεν ησυχάσει εις έρημον τόπον, την «Καλλιάγραν», και θα έπρεπε πολλά να είπωμεν δι’ αυτόν τον θαυμάσιον ασκητήν, αλλά τούτο θα απετέλει παρέκκλισιν εκ του κυρίου ημών θέματος. Ο Πατήρ Στρατόνικος πολλάκις είχεν επισκεφθή τον Πατέρα Βενιαμίν και συνωμίλησαν περί πολλών, αλλά νυν, όλως ασυνήθως, ούτος ήτο σιωπηλός και σκεπτικός. Ο Πατήρ Βενιαμίν ερωτά αυτόν περί ενός θέματος, σιωπή εις απάντησιν· ερωτά περί ετέρου, ωσαύτως. Εν τέλει, ανοίγων τας χείρας μετ’ εκπλήξεως, ερωτά αυτόν δια της ιδιαζούσης εις αυτόν θεατρικής χάριτος:
- Πάτερ Στρατόνικε, τι συμβαίνει; Δεν αναγνωρίζω υμάς. Πάντοτε υπήρξατε ζωντανός· νυν δε κάθησθε σκεπτικός και το εμπνευσμένον στόμα υμών εκλείσθη … Τι συμβαίνει;
- Τί να είπω εις τας ερωτήσεις υμών; (απαντά ο Πατήρ Στρατόνικος). Δεν ανήκει εις εμέ ο λόγος. Έχετε τον Γέροντα Σιλουανόν, ερωτήσατε αυτόν.
Ο Πατήρ Βενιαμίν εξεπλάγη. Εγνώριζεν από πολλού τον Σιλουανόν, ηγάπα και εξετίμα αυτόν, αλλά δεν εθεώρει αυτόν τοσούτον μέγαν, ώστε να αποτείνηται προς αυτόν δια συμβουλάς.
Δεν αποκλείεται το ενδεχόμενον να διακατείχετο κατ’ εκείνον τον καιρόν ο Πατήρ Στρατόνικος υπό περιπεπλεγμένου βιώματος. Αφ’ ενός μεν ήλθεν εις τον Άθωνα αναζητών δι’ εαυτόν «όφελος», αφ’ ετέρου δε εκ των πολλών προηγηθεισών συναντήσεων εσυνήθισεν ήδη να υπερέχη. Η εξαίρετος αυτού ανθεκτικότης εις την άσκησιν και το σπάνιον δώρον της προσευχής μετά δακρύων ηδύναντο να δώσουν αφορμήν εις λογισμούς περί αποκτήσεως ήδη τελειότητος. Αίφνης όμως εναργώς και ισχυρώς απεκαλύφθη η ανεπάρκεια αυτού κατά την συνάντησιν μεθ’ απλού μοναχού, και κατά τινα τρόπον, και κατά το φαινόμενον, μη κατέχοντος εκείνα τα λαμπρά χαρίσματα δια των οποίων ο ίδιος ήτο εμπεπλουτισμένος.
Κατά τινα εορτήν ο Πατήρ Βενιαμίν, ενώ περιεπάτει εις τα δάση της Μονής μετά του Πατρός Σιλουανού, προέτεινεν εις αυτόν να επισκεφθούν τον σπουδαίον και περιφανή τότε εις τον Άθωνα Γέροντα Αμβρόσιον, τον πνευματικόν της Μονής του Ζωγράφου. Ο Σιλουανός συνεφώνησεν ευθύς και μετέβησαν … Ο Πατήρ Βενιαμίν ενδιεφέρθη να μάθη περί τίνος θα ερωτήση ο Σιλουανός  τον Γέροντα Αμβρόσιον.
- Ουδέν σκέπτομαι να ερωτήσω τον Γέροντα, απήντησεν ο Σιλουανός. Προς το παρόν ουδεμίαν απορίαν έχω.
- Τότε λοιπόν δια τι μεταβαίνεις;
- Μεταβαίνω, διότι συ το θέλεις;
- Ναι, αλλά εις τους γέροντας μεταβαίνουν χάριν ωφελείας. Δεν συμφωνείς;
- Κόπτω το θέλημα μου ενώπιον σου, και εις τούτο έγκειται η μεγάλη ωφέλεια, πλείον ή όσον θα ηδύνατο να ωφελήση εμέ η συμβουλή του Γέροντος.
Εξεπλάγη ο Πατήρ Βενιαμίν, πλην όμως και τότε δεν εισήλθεν εις το βάθος του λόγου του Σιλουανού.
Ολίγον προ του τέλους αυτού ο Πατήρ Βενιαμίν ήλθεν εκ της ερήμου εις την Μονήν του Αγίου Παντελεήμονος. Ησθένησεν εξ υδρωπικίας και έμενεν εν τω νοσοκομείω, το οποίον διετήρει η Μονή χάριν των ερημιτών και γενικώς των αοίκων οδοιπόρων. Το νοσοκομείον τούτο λέγεται «Ανάπαυσις» και στεγάζεται εις πολυώροφον κτίριον, το οποίον ευρίσκεται εν τη παραλία, έξω των πυλών της Μονής. Προς το κτίριον τούτο συνέχεται έν άλλο μικρότερον, όπου είναι αι αποθήκαι τροφίμων, τας οποίας εκείνον τον καιρόν διηύθυνεν ο Πατήρ Σιλουανός. Επειδή η «Ανάπαυσις» ήτο πλησίον της αποθήκης, ο Σιλουανός ηδύνατο συχνάκις να επισκέπτηται και βοηθή τον Πατέρα Βενιαμίν. Αλλά και ο ίδιος ο Πατήρ Βενιαμίν ηδύνατο τον πρώτον καιρόν, αν και μετά δυσκολίας, να περιπατή, και ως εκ τούτου επεσκέπτετο τον φίλον αυτού.
Ημέραν τινα επεσκέφθημεν τον Πατέρα Βενιαμίν εις το νοσοκομείον. Κατά συγκυρίαν την προηγουμένην ημέραν είχε μακράν και σπουδαίαν συνομιλίαν μετά του Γέροντος Σιλουανού. Ετέλει όλος υπό την εντύπωσιν της συνομιλίας εκείνης, πολλάκις δε μετ’ απροκαλύπτου αισθήματος θαυμασμού και ευγνωμοσύνης επανελάμβανεν:
- Οποίον φίλον έδωκεν εις εμέ ο Κύριος! … Εφανέρωσεν εις εμέ ό,τι έχω εντός μου … Έδωκεν ύστερον εις εμέ τρεις συμβουλάς, και αφού επανέλαβε ταύτας πολλάκις, ίνα ενθυμώμαι αυτάς, προσέθεσεν εν κατακλείδι επισήμως, ως να εκάρφωνε μέγα τι καρφίον: «Αν δεν πράξης ούτως, ως λέγω, δεν σώζεσαι».
Ήτο φανερόν ότι η συνάντησις αυτή μετά του Σιλουανού υπήρξε δια τον Βενιαμίν μεγάλη αποκάλυψις. Τούτο συνέβη την Δευτέραν, την πρώτην ημέραν της νηστείας των Αγίων Αποστόλων. Καίτοι κατά το τυπικόν της Μονής την ημέραν ταύτην δεν επιτρέπεται κατάλυσις εις ουδέν μέχρις εσπέρας, ο Πατήρ Σιλουανός προσέφερεν εις αυτόν τέϊον και έπιε και ο ίδιος. Ο Πατήρ Βενιαμίν παρετήρησε πολύ και αυτήν την ασήμαντον λεπτομέρειαν, ως ένδειξιν της ελευθερίας του Πατρός Σιλουανού από των τύπων. Ελευθερίας ουχί εκ καταφρονήσεως αλλ’ εξ υπεροχής, διότι εγνώριζε την μεγάλην αυτού εγκράτειαν.
Παρεμείναμεν μετά του Πατρός Βενιαμίν επί μίαν περίπου ώραν· κατά την διάρκειαν αυτής ευρίσκετο εν βαθεία περισυλλογή και δεν ηδύνατο να σκεφθή ή να ομιλήση περί ουδενός άλλου, ει μη μόνον επανελάμβανεν:
«Οποίον φίλον έδωκεν εις εμέ ο Κύριος»!
Ούτω, μόνον προς το τέλος της ζωής αυτού εγνώρισεν οποίος ήτο ο Σιλουανός. Πριν συμπεριεφέρετο προς αυτόν, αν και πολύ φιλικώς, όμως ολίγον συγκαταβατικώς, ως προς καλόν μεν, πλην νεώτερον μοναχόν. Συνέβη δε το αυτό και μετά τινων άλλων εν Αγίω Όρει Πατέρων, οίτινες μόνον μετά τον θάνατον του Γέροντος Σιλουανού εξετίμησαν αυτόν.
Το Μοναστήριον του Αγίου Παντελεήμονος είναι τεράστιον και η διοίκησις αυτού πολύπλοκος. Οι διάφοροι κλάδοι της διοικήσεως είχον τους υπευθύνους αυτών,  τους καλουμένους οικονόμους. Οι οικονόμοι, ως εκ των καθηκόντων αυτών, δεν δύνανται να ακολουθούν πάντοτε την γενικήν τάξιν της Μονής, και δια τούτο εν τη μεγάλη τραπέζη των αδελφών υπάρχει ειδική τράπεζα, το «οικονομικόν», όπου τρώγουν ούτοι, έκαστος οπότε επιτρέπει εις αυτόν το έργον αυτού. Επί πολλά έτη μέχρι του τέλους του βίου αυτού ο Πατήρ Σιλουανός ήτο οικονόμος και εις τας εργασίμους ημέρας έτρωγεν εις αυτήν την τράπεζαν.
Μεταξύ των οικονόμων ήτο είς μοναχός, ο Πατήρ Π., άνθρωπος ομολογουμένως ικανώτερος των άλλων αδελφών, πλην κατά παράδοξον τρόπον πολλάκις «άτυχος». Η πλουσία πρωτοβουλία του Πατρός Π. κατά το πλείστον δεν εγίνετο αποδεκτή υπό των Πατέρων, και όσα ανελάμβανεν, έληγον συχνάκις μετά προβλημάτων. Ημέραν τινά, εξ αιτίας νέας αποτυχίας εις τι εγχείρημα αυτού, το «οικονομικόν» εξαπέλυσε κατ’ αυτού σφοδράν κριτικήν. Ο Πατήρ Σιλουανός ήτο μετά των άλλων, δεν ελάμβανε όμως μέρος εις την «δίκην». Τότε είς οικονόμος, ο Πατήρ Μ., στρέφεται και λέγει εις αυτόν:
- Σιωπάς, Πάτερ Σιλουανέ, άρα υποστηρίζεις τον Πατέρα Π. Είσαι αδιάφορος δια τα συμφέροντα της Μονής … Τι ζημίαν προεξένησεν εις την Μονήν!
Ο Πατήρ Σιλουανός εσιώπα· ετελείωσε ταχέως το γεύμα αυτού, και μετέβη προς συνάντησιν του Πατρός Μ., όστις εν τω μεταξύ είχε τελειώσει και έφυγεν εκ της τραπέζης.
- Πάτερ Μ., είπε προς αυτόν. Πόσα έτη είσαι εν τη Μονή;
- Τριάκοντα πέντε.
- Ήκουσάς ποτε εμού να κατακρίνω τινά;
- Ουχί, δεν ήκουσα.
- Τότε δια τι θέλεις να βάλω αρχήν εκ του Πατρός Π.;
Ο Πατήρ Μ. περιήλθεν εις σύγχυσιν και απήντησε μετ’ αιδούς:
 - Συγχώρησον.
- Ο Θεός συγχωρήσαι.
Ότε ο Πατήρ Σιλουανός κατεστάθη οικονόμος, επιστρέφων εκ του ηγουμενείου εις το κελλίον αυτού, προσηύχετο θερμώς να βοηθή αυτόν ο Κύριος όπως εκτελή δεόντως το υπεύθυνον διακόνημα. Μετά εκτενή προσευχήν έλαβεν απάντησιν εις την ψυχήν αυτού: «Φύλαττε την χάριν την δοθείσαν σοι». Τότε αντελήφθη ότι να φυλάττη τις την χάριν είναι σπουδαίον και πολυτιμότερον παντός άλλου έργου, και δια τούτο αναλαβών το νέον αυτού διακόνημα, επηγρύπνει, ίνα μη δώση πρόσκομμα εις την προσευχήν αυτού.
Είχεν υπό τας διαταγάς αυτού έως διακοσίους εργάτας. Το πρωΐ, περιερχόμενος τα εργαστήρια, έδιδεν εν γενικαίς γραμμαίς υποδείξεις εις τους αρχιεργάτας και κατόπιν επέστρεφεν εις το κελλίον αυτού, ίνα κλαύση «δια τον λαόν του Θεού». Η καρδία αυτού έπασχε δια τους εργάτας και έχεε δάκρυα δι’ ένα έκαστον αυτών:
«Ιδού ο Μιχάλης. Αφήκε την γυναίκα αυτού και τα παιδία εις το χωρίον, κιαι εργάζεται εις ημάς δι’ ολίγα γρόσια. Πώς να αισθάνηται τοσούτον μακράν της οικίας αυτού μη βλέπων ούτε την γυναίκα, ούτε τα ηγαπημένα αυτού τέκνα … Ιδού ο Νικήτας. Μόλις ενυμφεύθη και εγκατέλειψε την νεαράν έγκυον γυναίκα και την γηραιάν μητέρα αυτού … Τί ησθάνθησαν άρα γε, ότε εχωρίζοντο απ’ αυτού του ηγαπημένου υιού και ανδρός; … Ιδού ο Γρηγόριος. Εγκατέλειψε γέροντας γονείς, νεαράν γυναίκα και δύο μικρά βρέφη και ήλθεν, ίνα εργάζηται δια τεμάχιον άρτου. Τί θα εξοικονομήση παρ’ ημίν … Τί πτωχείαν θα είχον, ίνα αποφασίσουν να εγκαταλείψουν όλους τους οικείους αυτών … Εν ποία φοβερά στερήσει και θλίψει ζη άπας ο λαός ούτος … Ιδού ο Νικόλαος. Παιδίον έτι … Μετά πόσης θλίψεως θα έστειλαν αυτόν οι γονείς αυτού τοσούτον μακράν εις ξένους ανθρώπους, ίνα  λαμβάνη πτωχόν ημερομίσθιον … Πόσον θα λυπήται η καρδία των γονέων αυτού … Ώ, εν ποία πενία και ποίοις παθήμασι ζη ο λαός! … Και άπαντες είναι ως απολωλότα πρόβατα. Μανθάνουν παντός είδους διαστροφάς, γίνονται άγριοι, σκληροί …».
Ούτως έλεγεν ο μακάριος Γέρων, και έπασχεν η καρδία αυτού δι’ όλους τους πτωχούς. Έπασχεν αναμφιβόλως πλείον ή εκείνοι δι’ εαυτούς, διότι ούτος έβλεπεν εις την ζωήν αυτών και εκείνα, άτινα οι ίδιοι ηγνόουν.
«Η καρδία ομιλεί εις την καρδίαν», λέγει η παροιμία. Μυστικώς προσηύχετο ο Γέρων υπέρ «του λαού του Θεού». Οι εργάται ησθάνοντο τούτο και ηγάπων αυτόν. Ουδέποτε επεβάρυνεν αυτούς δια της παρουσίας και της επιτηρήσεως κατά την εργασίαν· εκείνοι δε περιποιητικοί, ειργάζοντο μάλλον χαίροντες και έτι πλέον δραστηρίως ή εις τους άλλους οικονόμους, οίτινες «ηγρύπνουν δια τα συμφέροντα» της Μονής. Αλλά ποίος αγνοεί ότι όταν υπεισέρχηται η μέριμνα του «συμφέροντος», τότε ο άνθρωπος παραθεωρείται; Το συμφέρον το πραγματικόν συμφέρον της Μονής έβλεπεν ο Γέρων προ παντός εις την εργασίαν των εντολών του Χριστού.
«Ο Κύριος σπλαγχνίζεται πάντας» έλεγε, και ουχί μόνον έλεγεν, αλλά και ο ίδιος, πλήρης Πνεύματος Χριστού, συνέπασχε μετά πάντων. Εκ της θέας της περί αυτόν ζωής, εκ της αναμνήσεως του παρελθόντος, εκ της βαθυτάτης προσωπικής αυτού πείρας, έζη το πάθος του λαού, όλου του κόσμου, και η προσευχή αυτού δεν είχε τέλος. Προσηύχετο «ευχή μεγάλη» υπέρ όλου του κόσμου. Επελανθάνετο εαυτού, ήθελε να πάσχη δια τον λαόν ένεκα ευσπλαγχνίας προς αυτόν. Δια την ειρήνην και την σωτηρίαν αυτού επόθει να χέη το αίμα αυτού, και όντως έχεε τούτο εν ταις προσευχαίς.
«Να προσεύχησαι υπέρ των ανθρώπων σημαίνει να χέης αίμα», έλεγεν ο Γέρων.
Είναι άρα γε αναγκαίον να είπωμεν οποίας εντάσεως  προσευχής και πένθους είναι ενδεικτικοί οι λόγοι ούτοι;
Ερωτήσαμεν ποτε τον Γέροντα, εάν το πολυμέριμνον διακόνημα του οικονόμου, όπερ απαραιτήτως φέρει εις επικοινωνίαν μετά πλήθους ανθρώπων, ετάραττε την εσωτερικήν νήψιν. Εις τούτο απήντησεν ο Γέρων:
- Τί είναι η ασκητική νήψις; Είναι αδιάλειπτος προσευχή και διαμονή του νου εν τω Θεώ. Ο Πατήρ Ιωάννης της Κρονστάνδης ήτο πάντοτε μετά του λαού, αλλ’ ήτο πλείον εν τω Θεώ ή πλείστοι των ερημιτών. Οικονόμος εγενόμην χάριν υπακοής, και δια της ευλογίας του Ηγουμένου η προσευχή μου ήτο θερμοτέρα ή εν τω Παλαιώ Ρωσικώ, όπου εγώ κατά το θέλημά μου εζήτησα να υπάγω χάριν της ησυχίας … Εάν η ψυχή αγαπά τον λαόν και σπλαγχνίζηται αυτόν τότε η προσευχή δεν δύναται να παύση.
Αδύνατον να αποσιωπήσωμεν αξιόλογον τι διακριτικόν γνώρισμα του χαρακτήρος του Γέροντος: την στάσιν αυτού έναντι παντός διαφωνούντος μετ’ αυτού. Η ειλικρινής και βεβαία επιθυμία αυτού ήτο όπως κατανοήση τον τοιούτον κατά την καλυτέραν δυνατήν έννοιαν και μη προσβάλη ό,τι είναι ιερόν δι’ αυτόν. Παρέμενε πάντοτε ο αυτός, πεπεισμένος έως τέλους ότι «η σωτηρία έγκειται εις την κατά Χριστόν ταπείνωσιν», και ένεκα αυτής της ταπεινώσεως ήθελεν εξ όλης ψυχής να κατανοήση πάντα άνθρωπον δια του καλυτέρου τρόπου· εν εκάστω ανθρώπω μετά λεπτότητος διησθάνετο την παρουσίαν ζώσης ψυχής, ικανής να αγαπήση τον Χριστόν.
Γνωρίζομεν την συνομιλίαν του Γέροντος μεθ’ ενός Αρχιμανδρίτου, όστις ήσκει ιεραποστολικόν έργον μεταξύ των ετεροδόξων. Ο Αρχιμανδρίτης ούτος εσέβετο πολύ τον Γέροντα, και ότε επεσκέπτετο το Άγιον Όρος, επανειλημμένως ήρχετο, ίνα συνομιλήση μετ’ αυτού. Ο Γέρων ηρώτησεν αυτόν πώς κηρύττει. Ο Αρχιμανδρίτης, έτι νέος και άπειρος, χειρονομών μάλλον υπερβολικώς, μετ’ εξάψεως απήντησε:
- Λέγω εις αυτούς: Η πίστις υμών είναι αμαρτωλός. Εν υμίν τα πάντα είναι διεστραμμένα, τα πάντα ψευδή, και αν δεν μετανοήσητε, δεν θα σωθήτε.
Ακούσας τούτο ο Γέρων ηρώτησεν αυτόν;
- Αλλ’ είπατε εις ημάς, Άγιε Αρχιμανδρίτα, πιστεύουν ούτοι εις τον Κύριον Ιησούν Χριστόν ότι είναι ο αληθινός Θεός;
- Πιστεύουν αυτό.
- Και τιμούν την Παναγίαν;
- Τιμούν Αυτήν, αλλά διδάσκουν εσφαλμένως περί Αυτής.
- Παραδέχονται τους Αγίους;
- Ναι, παραδέχονται αυτούς, αλλά αφ’ ότου απεσχίσθησαν της Εκκλησίας, τί αγίους δύνανται να έχουν;
- Τελούν ακολουθίας, αναγινώσκουν τον λόγον του Θεού;
- Ναι, και ναούς έχουν και ακολουθίας, αλλ’ εάν ήτο δυνατόν να ίδητε πόσον αι ακολουθίαι αυτών υστερούν από των ημετέρων, πόσον ψυχραί, πόσον άψυχοι είναι!
- Αλλ’ όμως Άγιε Αρχιμανδρίτα, η ψυχή αυτών γνωρίζει ότι καλώς πράττουν πιστεύοντες εις τον Ιησούν Χριστόν, τιμώντες την Θεομήτορα και τους Αγίους, επικαλούμενοι αυτούς εις τας προσευχάς, δια τούτο όταν λέγητε εις αυτούς ότι η πίστις αυτών είναι αμαρτωλός ούτοι δεν θα ακούσουν υμών … Αλλ’ εάν λέγητε εις τον λαόν ότι καλώς πράττουν πιστεύοντες εις τον Θεόν, τιμώντες την Παναγίαν και τους Αγίους προσερχόμενοι εις τον ναόν δια τας λειτουργίας και προσευχόμενοι εν ταις οικίαις αυτών αναγινώσκοντες τον λόγον του Θεού και τα τοιαύτα, εις τινα όμως σημεία υπάρχουν σφάλματα άτινα πρέπει να διορθωθούν, τότε τα πάντα θα είναι καλά και θεάρεστα και ο Κύριος θα χαίρη δι’ αυτούς και χάριτι Θεού πάντες θα σωθώμεν … «Ο Θεός αγάπη εστί», και δια τούτο και το κήρυγμα πάντοτε οφείλει να προέρχηται εξ αγάπης· τότε θα έχη όφελος και ο κηρύττων και ο ακούων αυτού. Αλλ’ εάν μέμφησθε αυτούς τότε η ψυχή του λαού δεν θα ακούση υμάς και δεν θα προέλθη όφελος.
Συνωμίλησε ποτε ο Γέρων μετά τινος φοιτητού, όστις επεσκέφθη τον Άθωνα και έλεγε πολλά περί ελευθερίας. Όπως πάντοτε, ο Γέρων παρηκολούθησε τας σκέψεις και τα συναισθήματα του συμπαθούς αλλά αφελούς συνομιλητού αυτού μετά πολλής προσοχής. Βεβαίως, αι ιδέαι του φοιτητού περί ελευθερίας συνεκεντρούντο αφ’ ενός μεν εις την αναζήτησιν πλειόνων πολιτικών ελευθεριών, αφ’ ετέρου δε εις την δυνατότητα να ενεργή τις γενικώς κατά τα κίνητρα και τας εαυτού επιθυμίας.
Ο Γέρων εις απάντησιν εξέθεσε τας ιδίας αυτού απόψεις.
«Ποίος δεν θέλει ελευθερίαν; Πάντες θέλουν αυτήν, αλλά πρέπει να γνωρίζης εις τί συνίσταται και πώς αποκτάται. Ο εφιέμενος ελευθερίας δεσμεύει εαυτόν. Καθ’ ό μέτρον δεσμεύεις σεαυτόν, το πνεύμα σου θα απολαύη ελευθερίας … Πρέπει να δεσμεύης τα πάθη εντός σου, ίνα μη κατακυριεύσουν του πνεύματος σου· πρέπει να δεσμεύης σεαυτόν, ίνα μη αδικήσης τον πλησίον σου … Συνήθως οι άνθρωποι ζητούν την ελευθερίαν ίνα πράττουν «ό,τι θέλουν». Τούτο όμως δεν είναι ελευθερία, αλλ’ η εξουσία της αμαρτίας επί σε. Η ελευθερία να αμαρτάνης –να γαστριμαργής, να μεθύσκησαι, να μνησικακής, να εκβιάζης, να φονεύης, ή να πράττης τι παρόμοιον– ουδόλως είναι ελευθερία, αλλά δουλεία, ως ο Κύριος είπεν: “Πας ο ποιών την αμαρτίαν δούλος εστι της αμαρτίας” (Ιωάν. η’ 34). Είναι αναγκαίον να προσεύχησαι πολύ, όπως ελευθερωθής της φοβεράς αυτής δουλείας
»Ημείς φρονούμεν ότι η αληθινή ελευθερία έγκειται εις το να μη αμαρτάνης, εις το να αγαπάς τον Κύριον και  τον πλησίον μεθ’ όλης της καρδίας σου και όλης της ισχύος σου.
»Η αληθής ελευθερία είναι η διαρκής διαμονή εν τω Θεώ» (σ. 435).
Αν και ο λόγος του Γέροντος κατά το βάθος αυτού υπερέβαινε το όριον της αντιλήψεως του νεαρού φοιτητού, απήλθεν ούτος βαθέως επηρεασμένος.
Έχομεν διατηρήσει γραπτήν σημείωσιν περί τινος συνομιλίας του Γέροντος προς τινα μοναχόν, όστις επεσκέφθη αυτόν. Τούτο εγένετο παρουσία ημών την 18ην Μαρτίου του έτους 1932.
Έλεγεν ο Γέρων ότι εις την πείραν των Αγίων Πατέρων είναι δυνατόν να ίδωμεν διαφόρους τρόπους πολέμου προς τον λογισμόν, ο καλύτερος είναι να μη έρχησαι κατ’ ουδένα τρόπον εις συνομιλίαν μετ’ αυτού (του λογισμού).
Νους συνδιαλεγόμενος μετά του λογισμού θα συναντήση την αδιάκοπον ανάπτυξιν αυτού, και παρασυρόμενος θα αποχωρήση της μνήμης του Θεού· και τούτο ακριβώς είναι ο σκοπός των δαιμόνων. Ούτως, εκ της συνομιλίας μετά του λογισμού ο νους δεν εξέρχεται καθαρός αλλά τεταραγμένος.
Ο ερημίτης Στέφανος, ο θρέψας δια των χειρών αυτού λεοπάρδαλιν (Κλίμαξ, Λόγος 7ος, 50), προ της τελευτής αυτού, εκ συνηθείας να «αντιλέγη» εις τους λογισμούς, εισήλθεν εις διαμάχην μετ’ αυτών, και ως εκ τούτου ευρέθη αντιπαλαίων προς τους δαίμονας.
Ο όσιος Μάρκος ο Αθηναίος, ο ασκηθείς εν τω ορει της Θράκης, λόγω του ότι προ της εξόδου αυτού παρηγόρει την εαυτού ψυχήν δια της απαριθμήσεως των ασκητικών αυτού κόπων, εκρατήθη εν τω αέρι επί μίαν ώραν· αλλά τούτο το «επί μίαν ώραν» σημαίνει ότι υπήρχε κίνδυνος να διαμείνη εις την κατάστασιν ταύτην και δια παντός …
 Άλλοι Πατέρες ήσαν πλέον συνετοί εις τον πνευματικόν αγώνα.
Ο άγιος Μακάριος ο Μέγας διερχόμενος ήδη τον εναέριον χώρον δεν έπαυσε να ταπεινούται και, ότε μακρόθεν εφώναζον εις αυτόν οι δαίμονες ότι εξέφυγεν αυτών, απήντησεν «ουχί εισέτι». Ούτως απήντησε, διότι ήτο συνηθισμένος να κρατή τον νουν αυτού εις τον άδην, και όντως διέφυγε των δαιμόνων.
Ο όσιος Ποιμήν ο Μέγας, διδαχθείς δια μακράς πείρας ότι ο πλέον επικίνδυνος και ισχυρός εχθρός είναι η υπερηφανία, εβίαζεν εαυτόν καθ’ όλην την ζωήν όπως «αρπάση» την του Χριστού ταπείνωσιν, και δια τούτο έλεγεν εις τους μαθητάς αυτού: «Πιστεύσατε, τέκνα, εις τον τόπον όπου βάλλεται ο σατανάς, εκεί βάλλομαι». Αλλά γνωρίζων εν τοις μυχίοις της ψυχής αυτού πόσον αγαθός και ελεήμων είναι ο Κύριος, ήλπιζεν ακραδάντως ότι θα σώση αυτόν.
Ώστε να έχη τις εαυτόν καταδεδικασμένον εις κόλασιν, είναι ο καλύτερος τρόπος να διατηρή τον νουν αυτού καθαρόν από παντός εμπαθούς λογισμού. Όμως πολλοί ασκηταί δεν κατανοούν τούτο ουδέ δύνανται να σκέπτωνται ούτως, αλλ’ απελπίζονται, μη δυνάμενοι να κρατούν τον νουν αυτών εις τον άδην και συγχρόνως να ελπίζουν εις το έλεος του Θεού …
Ίνα ουδόλως εισέρχησαι εις διάλογον προς τον λογισμόν, πρέπει μεθ’ όλης της ισχύος σου και όλης της διανοίας σου να προσκολλάσαι τω Θεώ και να λέγης: «Κύριε, αμαρτωλός ειμι και ανάξιος του ελέους Σου, Συ δε, κατά μόνην την ευσπλαγχνίαν Σου, σώσον με» …
Πολλάκις η ψυχή δια μίαν σκέψιν αμφιβολίας εις το έλεος του Θεού «και αν ο Κύριος δεν συγχωρήση;» ζημιούται πολύ … Η δε απόγνωσις είναι το χείριστον πάντων· είναι βλασφημία κατά του Θεού, ως να μη είχε την δύναμιν Ούτος να σώση ημάς, ή το πλήθος των αμαρτιών ημών να ηδύνατο να υπερβή το άπειρον του ελέους του Θεού … Ούτος ήρεν εις τέλος τας αμαρτίας όλου του κόσμου … Εάν η μήτηρ συγχωρή τα πάντα εις το τέκνον αυτής, διότι εισέτι είναι άπλαστον, έτι πλείον ο Κύριος συγχωρεί, εάν ταπεινούμεθα και μετανοώμεν …
Ο πνευματικός πόλεμος είναι εν πολλοίς παρόμοιος προς τον συνήθη· και εις αυτόν απαιτείται ωσαύτως ανδρεία. Η πνευματική ανδρεία έγκειται εις την ισχυράν ελπίδα επί το έλεος του Θεού. Ο ανδρείος ασκητής, και αν εισέτι πέση εις αμαρτίαν ή δελεασθή και εκτραπή της ορθής οδού, έτι δε και αν προσκυνήση τον δαίμονα, δεν αποθαρρύνεται, αλλά μετά πλήρους ελπίδος στρέφεται εν μετανοία προς τον Θεόν και ούτω νικά τους εχθρούς. Η δειλή όμως ψυχή περιπίπτει εις σύγχυσιν, απελπίζεται, και εν τέλει απόλλυται …
Όταν τις εκκλίνη από της ορθής οδού και υποπέση εις πλάνην, τότε προ πάντων είναι απαραίτητον να εξομολογηθή ειλικρινώς ενώπιον πνευματικού. Δυνάμει της καθαράς εξομολογήσεως η ενέργεια της πλάνης οπωσδήποτε θα εξασθενήση, μετά τινα δε καιρόν θα επέλθη και η πλήρης διόρθωσις.
Πολλοί πλανώνται, αλλ’ ολίγοι δυστυχώς διορθούνται.
Πολλοί λαμβάνουν εξ αρχής μεγάλην χάριν, ελάχιστοι όμως απολέσαντες ταύτην επανακτούν αυτήν.
- Δια τί ο Αββάς Ιωάννης ο Κολοβός προσηύχετο, όπως επανέλθουν τα πάθη;
- Ο Άγιος Ιωάννης ο Κολοβός, απήντησεν ο Γέρων, δια της φλογεράς αυτού μετανοίας εν ολίγω σχετικώς χρόνω υπερενίκησε τα πάθη, δεν έλαβεν όμως την αγάπην δια τον κόσμον και την προσευχήν υπέρ αυτού. Ότε όμως εγένετο ανενόχλητος υπό των παθών, είδεν ότι εξησθένησεν εν αυτώ η προσευχή. Δια τούτο και παρεκάλει, όπως επανέλθουν τα πάθη, ούτως ώστε πάλιν αγωνιζόμενος κατά των παθών να παραμένη εις αδιάλειπτονένθερμον προσευχήν. Αλλ’ εάν μετά την νίκην επί των παθών ελάμβανε την χάριν της υπέρ του κόσμου προσευχής, τότε δεν θα ήτο ανάγκη να επιστρέψουν οι πειρασμοί. Όταν ο άνθρωπος πολεμή προς τα πάθη, τότε δεν δύναται να διαμένη εν καθαρά θεωρία του Θεού ή να προσεύχηται διαπύρως υπέρ του κόσμου … Ούτως εγώ νομίζω.
Ηρώτησεν έτι ο μοναχός:
- Δια τί γέρων τις ερωτηθείς είπεν εις τον Όσιον Ποιμένα τον Μέγαν να αφίνη τον λογισμόν να εισέλθη εις την καρδίαν και μετά να πολεμή μετ’ αυτού, ενώ αντιθέτως εις έτερον αδελφόν είπε να αποβάλη τον λογισμόν άμα τη εμφανίσει αυτού;
Ο Γέρων Σιλουανός απήντησεν:
- Εκ της απαντήσεως ταύτης είναι φανερόν ότι τινές των Πατέρων εκράτουν παρομοίαν τακτικήν πνευματικού πολέμου. Τουτέστιν επέτρεπον εις τον λογισμόν να εισέλθη εις την καρδίαν και ύστερον επολέμουν κατ’ αυτού. Επί του προκειμένου όμως είναι δυναταί δύο καταστάσεις: Η μία, εις την περίπτωσινν κατά την οποίαν ο άνθρωπος δεν έμαθεν εισέτι να φυλάττη τον νουν αυτού και οι λογισμοί ούτως ή άλλως εισχωρούν εις την καρδίαν. Εις την περίπτωσιν όμως αυτήν δύναταί τις να ηττηθή. Η άλλη, όταν ο μοναχός επιτρέπη εις τον λογισμόν να εισέλθη εις την καρδίαν ουχί εξ αδυναμίας αλλ’ ενσυνειδήτως – θέλων να μελετήση πάσας τας ενεργείας αυτού. αλλά και ο τρόπος ούτος πάλιν παρεμποδίζει να διαμείνη τις εν τη θεωρία. Εκείνος ο αδελφός, όστις έλαβε την εντολήν του Γέροντος να αποκλείη ευθύς τον λογισμόν και να μη εισέρχηται εις συνομιλίαν μετ’ αυτού, ήτο μάλλον αδόκιμος και η εντολή αύτη εισήγαγεν αυτόν εις την μεγάλην επιστήμην του πολέμου κατά των λογισμών. Ώστε, το κατ’ εμέ, προτιμητέον είναι επ’ ουδενί να δέχηται ο ασκητής τους λογισμούς, αλλ’ εξ όλης της ισχύος της ψυχής αυτού να προσεύχηται διότι ο νους  προσευχόμενος καθαρώς φωτίζεται υπό του Θεού.
Ηρώτησεν ο μοναχός: Πώς είναι δυνατόν να διαφυλάττω τον νουν καθαρόν;
- Οι Άγιοι Πατέρες παρέδωκαν εις ημάς την διδασκαλίαν περί της νοεράς καρδιακής προσευχής. Δι’ αυτής φυλάττεται ο νους. Και εγώ δεν γνωρίζω άλλην οδόν καλυτέραν προς τήρησιν των εντολών του Θεού.
Ερωτώμενος πολλάκις υπό νέων οποίαν οδόν του βίου πρέπει να εκλέξουν, ο Γέρων απήντα κατά διάφορον τρόπον. Άλλους συνεβούλευε να σπουδάσουν την Θεολογίαν, χάριν μελλοντικής ποιμαντικής διακονίας εν τη Εκκλησία· άλλους «ηυλόγησε» να σπουδάσουν, αλλ’ ούτως, ώστε αι σπουδαί να συνδυάζωνται μετά της προσευχής και της ασκητικής εγκρατείας, και άλλους να μη επιδιώξουν επιστημονικήν μόρφωσιν, αλλά να αφιερώσουν πάσας τας δυνάμεις αυτών εις την προσευχήν και την άσκησιν. Η τελευταία συμβουλή ήτο η πλέον σπανία, επειδή ο Γέρων Σιλουανός επίστευεν ότι ήλθεν ο καιρός εκείνος περί του οποίου προείπεν ο Πατήρ Στρατόνικος, κατά τον οποίον πολλοί «διανοούμενοι» θα διάγουν μοναχικώς εν τω κόσμω. Ενόμιζεν εν γένει ο Γέρων ότι αι συνθήκαι δια τον μοναχικόν βίον της μορφής εκείνης, υπό την οποίαν υπήρξε κατά το παρελθόν, μεταβάλλονται και αποβαίνουν μάλλον δυσμενείς, αλλ’ ότι η κλήσις και ο πόθος δια τον μοναχισμόν ουδέποτε θα εκλείψουν.
Εις τον Γέροντα παρετηρήσαμεν την σταθεράν πεποίθησιν ότι η πνευματική ζωή, ήτοι η άσκησις της νοεράς προσευχής συνοδευομένης μετά βαθείας πίστεως, είναι ανωτέρα πάσης άλλης ενεργείας του ανθρωπίνου πνεύματος. Και δια τούτο εκείνος εις τον οποίον εδόθη η χάρις αύτη, οφείλει να προτιμήση αυτήν παντός άλλου, έτι δε και των «σπουδών», φυλάττων αυτήν ως τον πολύτιμον μαργαρίτην (βλ. Ματθ. ιγ’ 46).
 Εθεώρει ότι, εάν ο πνευματικός άνθρωπος στραφή προς την επιστήμην, εγκαταλείπων την ασκητικήν ζωήν, θα εμφανίση μεγαλυτέρας ικανότητας εις την επιστήμην ή εκείνος όστις είναι ολιγώτερον πνευματικώς πεπροικισμένος. Εν άλλοις λόγοις, ο «πνευματικός άνθρωπος» ζη εις σφαίραν υψηλοτέρας και μεγαλυτέρας αξίας της σφαίρας της λογικής διανοήσεως και επιστημονικής γνώσεως. Ούτως έχων υψηλοτέραν μορφήν υπάρξεως και καταβαίνων εις χαμηλότερον επίπεδον, επιδεικνύει και εις τούτο την ανωτερότητα αυτού, αν και ουχί πάραυτα. Έλεγεν ότι «οι υιοί του αιώνος τούτου φρονιμώτεροι υπέρ τους υιούς του φωτός … εισί» (Λουκ. ιστ’ 8), ουχί διότι τω όντι είναι φρονιμώτεροι, αλλά διότι «ο πνευματικός άνθρωπος είναι απησχολημένος μετά του Θεού και ολίγον μεριμνά περί των έργων του κόσμου τούτου».
Αι μεθ’ ημών συνομιλίαι του Γέροντος ελάμβανον πολλάκις θεωρητικόν χαρακτήρα. Όμως εις τας συνομιλίας αυτού μετά μοναχών, ίνα γίνηται αντιληπτός, εξέφραζε δι’ απλού τρόπου τας απόψεις αυτού εν σχέσει προς συγκεκριμένα περιστατικά.
«Δεν είναι εκπληκτικόν ότι ο μη πνευματικός άνθρωπος ρυθμίζει καλύτερον τας βιοτικάς υποθέσεις αυτού ή ο πνευματικός. Ο πρώτος επιδίδεται εις αυτάς τας υποθέσεις, ενώ ο άλλος προσπαθεί δια του νοός αυτού να διαμένη εν τω Θεώ. Τοιούτον τι συμβαίνει συχνάκις προσέτι και μεταξύ των κοσμικών. Ο επιτήδειος έμπορος περιπαίζει τον επιστήμονα, διότι αγνοεί τα περί του εμπορίου, αλλά τούτο ουδόλως σημαίνει ότι ο έμπορος είναι και ευφυέστερος …».
Θα αναφέρωμεν χαρακτηριστικήν τινα δια τον Γέροντα συνομιλίαν.
Ευθύς μετά τον πρώτον παγκόσμιον πόλεμον του 1914-1918 ήρχισαν εν τη Μονή την οργάνωσιν της εκμεταλλεύσεως του μοναστηριακού δάσους και ηγόρασαν ατμοκίνητον  πριονιστήριον. Ο οικονόμος, πατήρ Θ., φύσει ικανός και πεπροικισμένος, μετά την εγκατάστασιν και την έναρξιν της λειτουργίας της μηχανής, κατενθουσιασμένος εκ της αποδόσεως αυτής, ήρξατο να επαινή την γερμανικήν μεγαλοφυΐαν (η μηχανή ήτο γερμανικής κατασκευής). Εξυμνών τους Γερμανούς, εξουθένει την ρωσικήν αμάθειαν και ανικανότητα. Ο Γέρων Σιλουανός, όστις κατά τον ελεύθερον από της εργασίας αυτού χρόνον εν τω καταστήματι μετέβαινε να βοηθήση εις το πριονιστήριον, ήκουε σιωπών τον Πατέρα Θ. Το εσπέρας, ότε οι εργάται-μοναχοί εκάθισαν εις την τράπεζαν ίνα δειπνήσουν, ηρώτησε τον Πατέρα Θ.
- Πώς σκέπτεσαι, Πάτερ Θ., δια τί οι Γερμανοί γνωρίζουν καλύτερον των Ρώσων να κατασκευάζουν μηχανάς και άλλα πράγματα;
Εις απάντησιν ο Πατήρ Θ. ήρχισε πάλιν να επαινή τους Γερμανούς, ως λαόν ικανώτερον, ευφυέστερον, πλέον πεπροικισμένον, ενώ «ημείς οι Ρώσοι τίποτε δεν αξίζομεν».
Ο Πατήρ Σιλουανός απήντησεν:
- Εγώ νομίζω ότι η αιτία είναι εντελώς διάφορος και ουχί ότι οι Ρώσοι είναι ανίκανοι. Οι Ρώσοι την πρώτην σκέψιν, την πρώτην δύναμιν αυτών, προσφέρουν εις τον Θεόν, και ολίγον σκέπτονται περί των γηΐνων. Αλλ’ εάν ο ρωσικός λαός, καθ’ όμοιον τρόπον προς τους άλλους λαούς, εστρέφετο μεθ’ όλης της ορμής αυτού προς την γην και ησχολείτο μόνον μετ’ αυτής, ταχέως θα υπερέβαινεν αυτούς, διότι τούτο είναι ολιγώτερον δύσκολον.
Τινές των παρευρεθέντων μοναχών, γνωρίζοντες ότι ουδέν εις τον κόσμον υπάρχει ανώτερον και δυσκολώτερον της προσευχής, συνεφώνησαν μετά του Γέροντος Σιλουανού.
Η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, μία των μεγαλυτέρων Μονών του Αγίου Όρους, έχει πλουσίαν βιβλιοθήκην,  όπου φυλάσσονται άνω των 20.000 τόμοι, μεταξύ των οποίων πολλά αρχαία χειρόγραφα, ελληνικά και σλαβωνικά, πολλά πολύτιμα και σπάνια βιβλία, κυρίως θεολογικά, ιστορικά και άλλα, εις διαφόρους γλώσσας. Εις τα μεγάλα και καλώς επιπλωμένα δωμάτια του μοναστηριακού ξενώνος συχνάκις εγίνοντο δεκτοί επισκέπται, κυρίως ξένοι. Μετ’ αυτών ήτο επιφορτισμένος να έρχηται εις επικοινωνίαν ο πατήρ Β., άνθρωπος θεολογικής μορφώσεως κατέχων πολλάς ξένας γλώσσας.
Το 1932 επεσκέφθη την Μονήν ρωμαιοκαθολικός τις διδάκτωρ, ο Πατήρ Χρ. Μπ. Συνωμίλησεν επί πολύ μετά του πατρός Β. επί διαφόρων προβλημάτων της ζωής του Αγίου Όρους και συν τοις άλλοις ηρώτησε:
- Και τί βιβλία διαβάζουν οι μοναχοί υμών;
- Τον Ιωάννην της Κλίμακος, τον Αββάν Δωρόθεον, Θεόδωρον τον Στουδίτην, Κασσιανόν τον Ρωμαίον, Εφραίμ τον Σύρον, τους Βαρσανούφιον και Ιωάννην, Μακάριον τον Αιγύπτιον, Ισαάκ τον Σύρον, Συμεών τον Νέον Θεολόγον, Νικήταν τον Στηθάτον, Γρηγόριον τον Σιναΐτην, Γρηγόριον τον Παλαμάν, Μάξιμον τον Ομολογητήν, Ησύχιον, Διάδοχον, Νείλον και τους άλλους Πατέρας, οίτινες περιλαμβάνονται εις την «Φιλοκαλίαν», απήντησεν ο πατήρ Β.
- Οι μοναχοί υμών αναγινώσκουν αυτά τα βιβλία! … Παρ’ ημίν μόνον οι καθηγηταί, είπεν ο διδάκτωρ, μη αποκρύπτων τον θαυμασμόν αυτού.
- Είναι τα μόνιμα βοηθήματα των μοναχών ημών, απήντησεν ο πατήρ Β. Αναγινώσκουν ωσαύτως και άλλα έργα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, όπως π.χ. του Επισκόπου Ιγνατίου Μπραντζιανίνωφ, του Επισκόπου Θεοφάνους του Εγκλείστου, του Οσίου Νείλου της Σόρας, του Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ, του Ιωάννου της Κρονστάνδης και άλλων.
Ο πατήρ Β. διηγήθη τον διάλογον αυτόν εις τον Γέροντα Σιλουανόν, τον οποίον βαθέως εξετίμα. Ο Γέρων εις απάντησιν παρετήρησεν:
- Ηδύνασθε να είπητε εις τον διδάκτορα Μπ. ότι οι μοναχοί ημών ουχί μόνον αναγινώσκουν αυτά τα βιβλία, αλλά και οι ίδιοι θα ηδύναντο να συγγράψουν παρόμοια … Οι μοναχοί δεν συγγράφουν, διότι ήδη υπάρχουν πολλά ωραία βιβλία και ικανοποιούνται δι’ αυτών. Εάν όμως τα βιβλία αυτά δι’ οιονδήποτε λόγον εξηφανίζοντο, τότε οι μοναχοί θα συνέγραφον νέα.
Εις τον καιρόν της μακράς αυτού ζωής εν τω Άθωνι ο Γέρων συνηντήθη μετά πολλών μεγάλων ασκητών. Τινές εξ αυτών εγνώριζον εκ πείρας τας καταστάσεις εκείνας, περί των οποίων γράφουν οι μεγάλοι ούτοι ασκηταί, ως ο Ισαάκ ο Σύρος, ο Μακάριος ο Αιγύπτιος και άλλοι, και ως εκ τούτου ο λόγος του Γέροντος φαίνεται εις ημάς απολύτως δεδικαιολογημένος.
Επί πολλά έτη το μέγα ιερορραφείον της Μονής διηύθυνεν ο πατήρ Διάδοχος, μοναχός καθ’ όλα υποδειγματικός, μέχρι σχολαστικότητος επιμελής, εραστής των ακολουθιών, πολυμαθής, ήρεμος, δίκαιος και ευγενής εις την συμπεριφοράν προς τους ανθρώπους· έχαιρε της εκτιμήσεως πάντων. Την ημέραν της εορτής αυτού επισκεφθείς αυτόν, εύρον αυτόν μεταξύ των πνευματικών αυτού φίλων: ένα γέροντα πνευματικόν, τον πατέρα Τρόφιμον και τον Γέροντα Σιλουανόν.
Ο πνευματικός διηγήθη τι, όπερ είχεν αναγνώσει εις εφημερίδα, και στραφείς προς τον Γέροντα Σιλουανόν ηρώτησεν αυτόν:
- Και υμείς, Πάτερ Σιλουανέ, τί λέγετε περί αυτού;
- Δεν αρέσει εις εμέ, Άγιε Πνευματικέ, να αναγινώσκω εφημερίδας και να μανθάνω τα νέα αυτών, απήντησεν ούτος.
- Διά τί;
- Διότι τα γραφόμενα εις τας εφημερίδας σκοτίζουν τον νουν και δυσχεραίνουν την καθαράν προσευχήν.
 - Παράδοξον, λέγει ο πνευματικός. Κατ’ εμέ, αντιθέτως, αι εφημερίδες συντελούν εις την προσευχήν. Ζώντες εις την έρημον, ουδέν βλέπομεν, και ούτως η ψυχή ολίγον κατ’ ολίγον επιλανθάνεται του κόσμου, κλείεται εις εαυτήν, και ένεκα τούτου εξασθενεί η προσευχή … Εγώ, όταν αναγινώσκω τας εφημερίδας, βλέπω πώς ζη ο κόσμος, πώς πάσχουν οι άνθρωποι και εξ αυτού γεννάται εις εμέ ο πόθος να προσευχηθώ. Τότε, είτε λειτουργώ είτε προσεύχομαι εις το κελλίον μου, παρακαλώ εξ όλης της ψυχής τον Θεόν δια τους ανθρώπους και τον κόσμον.
- Η ψυχή, όταν προσεύχηται δια τον κόσμον άνευ εφημερίδων, γνωρίζει καλύτερον πώς θλίβεται όλη η γη, γνωρίζει ωσαύτως και ποίας ανάγκας έχουν οι άνθρωποι και λυπείται δι’ αυτούς.
- Πώς δύναται αφ’ εαυτής η ψυχή να γνωρίση τί γίνεται εις τον κόσμον; Ηρώτησεν ο πνευματικός.
- Αι εφημερίδες γράφουν ουχί περί των ανθρώπων αλλά περί των γεγονότων, και πολλάκις αναληθώς. Οδηγούν τον νουν εις την σύγχυσιν, και αλήθειαν εξ αυτών δεν μανθάνεις. Ενώ η προσευχή καθαίρει τον νουν και διακρίνει καλύτερον τα πάντα.
- Δυσκολεύομαι να συλλάβω τι θέλετε να είπητε, επανέλαβεν ο πνευματικός.
Πάντες ανέμενον την απάντησιν του Γέροντος Σιλουανού, αλλ’ ούτος κύψας την κεφαλήν εκάθητο σιωπών, και δεν επέτρεψεν εις εαυτόν επί παρουσία πνευματικού και γηραιών μοναχών να εξηγήση πώς η ψυχή απομεμακρυσμένη παντός, δια της προσευχής υπέρ όλου του κόσμου, δύναται εν πνεύματι να γνωρίζη την ζωήν του κόσμου και τας χρείας και τα παθήματα των ανθρώπων.
Αξιωθείς γνώσεως, της οποίας αξιούνται ελάχιστοι κατά γενεάν, ήτο ως να συνεστέλλετο εις τας συνομιλίας να προχωρήση πέραν του υπαινιγμού. Ένεκα τούτου η μεγάλη σοφία και η εντελώς εξαίρετος πείρα αυτού συχνάκις παρέμενον κεκρυμμέναι από του συνομιλητού. [//91] Συνήθως βλέπων ο Γέρων ότι οι πρώτοι αυτού λόγοι δεν εγένοντο αντιληπτοί, δεν ήλπιζε πλέον δι’ «επεξηγήσεων» να καταστήση ευνόητον εκείνο όπερ γνωρίζεται προ πάντων δια της πείρας. Δεν απεφάσιζε δε να αποκαλύψη την εαυτού πείραν ένεκα της πνευματικής αυτού σωφροσύνης. Ούτω κατά τον βίον αυτού παρέμεινεν «αφανής». Αναμφιβόλως τούτο ήτο ουχί μόνον το θέλημα του Θεού περί αυτού, αλλά και η προσωπική αυτού επιθυμία, την οποίαν ο Θεός εδέχθη και εξεπλήρωσεν αποκρύπτων αυτόν εισέτι και από των Πατέρων του Αγίου Όρους. Εν τούτοις ουχί μέχρι τέλους. Τινές, μοναχοί και μη, πρόσωπα τα οποία επεσκέφθησαν τον Άθωνα ή είχον αλληλογραφίαν μετά του Γέροντος, εξετίμησαν και ηγάπησαν αυτόν βαθέως, μεταξύ αυτών και επίσκοποι και ιερείς ανωτέρας θεολογικής μορφώσεως και ευλαβείς κοσμικοί.
Ενθυμούμεθα το εξής γεγονός: Εφιλοξενήθη επί πολύ εν τη Μονή αλλοδαπός τις ορθόδοξος, εις τον οποίον η συνάντησις μετά του Γέροντος προεκάλεσε βαθείαν εντύπωσιν. Ηγάπησε τον Γέροντα και συχνάκις επεσκέπτετο αυτόν. Περί τούτου έμαθον οι μοναχοί. Συναντήσας αυτόν ημέραν τινα εις τους διαδρόμους της Μονής ο Ιερομόναχος Ν., είς των πλέον ισχυρών μελών του ηγουμενοσυμβουλίου, είπε προς αυτόν:
- Δεν κατανοώ δια τί υμείς, πολυμαθής θεολόγος, επισκέπτεσθε τον Πατέρα Σιλουανόν, αγράμματον χωρικόν. Δεν υπάρχει άρα γε ουδείς ευφυέστερος αυτού;
- Ίνα κατανοήση τις τον Γέροντα Σιλουανόν, πρέπει να είναι «πολυμαθής», απήντησεν ο φιλοξενούμενος, ουχί άνευ πόνου ψυχής.
Ο ίδιος Ιερομόναχος Ν., συνεχίζων να μη εννοή δια τί σέβονται και επισκέπτονται τον Γέροντα Σιλουανόν διανοούμενοι άνθρωποι, συζητών μετά του Πατρός Μεθοδίου, μοναχού διευθύνοντος επί πολλά έτη το βιβλιοπωλείον της Μονής, παρετήρησεν:
 - Απορώ δια τί επισκέπτονται αυτόν. Ούτος, υποθέτω, ουδέν αναγινώσκει.
- Ουδέν αναγινώσκει, αλλά τα πάντα πράττει, ενώ άλλοι πολλά αναγινώσκουν, αλλ’ ουδέν πράττουν, απήντησεν ο Πατήρ Μεθόδιος.
Η μνήμη του Αγίου Σιλουανού εορτάζεται στις 24 Σεπτεμβρίου

[1] Εν τω Άθωνι κατά την διάρκειαν των νυκτερινών ακολουθιών και ιδιαιτέρως των ολονυκτίων αγρυπνιών, αίτινες διαρκούν πλέον των οκτώ ωρών, αναγινώσκουσιν εκφώνως πολλάς διδασκαλίας εκ των αγιοπατερικών συγγραμμάτων.
[2] Την Καλύβην ταύτην έκτισεν ο Γέρων εις απόστασιν 5’-6’ λεπτών νοτιοανατολικώς των κτισμάτων των αδελφών χάριν απομονώσεως.
 Γέροντας Σωφρόνιος του Έσσεξ
"Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης"
Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή
Τιμίου Προδρόμου 
Έσσεξ Αγγλία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

About